-
1 ίδρυμα
-
2 ἵδρυμα
-
3 ἵδρυμα
-
4 ίδρυμα
1) establishment2) foundation3) institutionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ίδρυμα
-
5 ιδρύμαθ'
ἱδρύ̱ματα, ἵδρυμαestablishment: neut nom /voc /acc plἱδρύ̱ματι, ἵδρυμαestablishment: neut dat sgἱδρύ̱ματε, ἵδρυμαestablishment: neut nom /voc /acc dual -
6 ἱδρύμαθ'
ἱδρύ̱ματα, ἵδρυμαestablishment: neut nom /voc /acc plἱδρύ̱ματι, ἵδρυμαestablishment: neut dat sgἱδρύ̱ματε, ἵδρυμαestablishment: neut nom /voc /acc dual -
7 ίδρυμ'
ἵδρῡμα, ἵδρυμαestablishment: neut nom /voc /acc sgἵ̱δρῡμαι, ἱδρύωmake to sit down: perf ind mp 1st sg -
8 ἵδρυμ'
ἵδρῡμα, ἵδρυμαestablishment: neut nom /voc /acc sgἵ̱δρῡμαι, ἱδρύωmake to sit down: perf ind mp 1st sg -
9 ιδρυμάτων
-
10 ἱδρυμάτων
-
11 ιδρύμασι
-
12 ἱδρύμασι
-
13 ιδρύματα
-
14 ἱδρύματα
-
15 ιδρύματος
-
16 ἱδρύματος
-
17 καθίδρυμα
A = ἵδρυμα, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίδρυμα
-
18 μεσόμφαλος
μεσόμφᾰλ-ος, ον,A in mid-navel, central, used esp. of Apollo's shrine at Delphi, μ. χρηστήρια, ἑστία, ἵδρυμα, μυχοί, μυχός, A.Th. 747 (lyr.), Ag. 1056, Ch. 1036, E.Or. 331 (lyr.), Aristonous 2.3;τὰ μ. γᾶς μαντεῖα S.OT 480
(lyr.); λύχνου τὸ μ. the central boss, Batr.129; μ. ἄστρον Ὀλύμπου, of Aries, Nonn.D. 1.181.II with a navel or boss in the middle, κύκλος, of the letter Θ, Agatho 4; of a φιάλη, Ion Trag.20 (lyr.), Theopomp.Com.3, Poll. 6.98; of a cake, Id.2.169.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόμφαλος
-
19 ἐφέστιος
ἐφέστι-ος, [dialect] Ion. [full] ἐπίστιος, ον, Hdt. (v. infr.), [full] ἐφ[ίστιος] prob. in SIG1218.17 (lulis, v B.C.): ([etym.] ἑστία):—A at one's own fireside, at home, ἀπολέσθαι ἐ. Od.3.234; Τρῶες, ἐ. ὅσσοι ἔασιν as many as are in their own homes, opp. ἐπίκουροι, Il.2.125: with Verbs of motion, ὰλλ' ἐμὲ.. ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων (i.e. ἐπὶ τὴν ἑστίαν) Od.7.248; ἠλθε.. ἐ. 23.55. cf. E.Rh. 201; ἐφέπτιον πῆξαι.. σκῆπτρον (i.e. ἐπὶ τῇ ἑστίᾳ) S. El. 419; of suppliants who claim protection by sitting by the fireside,ἐπίστιος ἐμοὶ ἐγένεο Hdt.1.35
: ἱκέτης καὶ δόμων ἐ. inmate of the temple, A.Eu. 577, cf. 669; κάθησθε δωμάτων ἐ. Id.Supp. 365; τόνδ' ἐ. θεῶν ib. 503, cf. S.OT32; guest,ἐλθόντ' ἐς δόμους ἐφέστιον Id.Tr. 262
; freq. in A.R.,ἐ. ἐν μεγάροισιν 1.909
, 3.1117, etc.: c. dat. pers., ἐ. ἀθανάτοισιν dwelling with them, 3.116, cf. 4.518: c. dat. loci,πηγῇσιν ἐ. Ἀσωποῖο 1.117
.II generally, of or in the house or family,πόνοι.. δόμων ἐφέστιοι A.Th. 853
(lyr.); ; (lyr.); (lyr.);περιστερὰ οἰκέτις ἐ. τε Id.Fr. 866
; ; ἐ. δόμοι the chambers of the house, A.Th.73: [dialect] Ion. ἐπίστιον, τό, household, family, Hdt.5.72,73; later ἐφέστιον, τό, D.H.1.24, POxy.2106.18 (iv A.D.).III θεοὶ ἐ. the household gods, to whom the hearth was dedicated, Hierocl.p.54 A.; Ζεὺς ἐπίστιος or ἐφέστιος as presiding over hospitality, Hdt.1.44, S.Aj. 492; ἐ. ἵδρυμα ἐν οἰκίᾳ ἔχων, a living image by the hearth, Pl.Lg. 931a.IV ἐπίστιος, ἡ, v. ἐπίστιος 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφέστιος
-
20 ἱδρύω
Grammatical information: v.Meaning: `to make sit down, settle, establish, found'.Other forms: Aor. ἱδρῦσαι (Il.), pass. ἱδρυνθῆναι (Γ 78, Η 56; for -ῡθῆναι? Schwyzer 761 n. 5), perf. pass. ἵδρῡμαι (A.), Act. ἵδρυκα (Arist.),Compounds: Often with prefix, esp. καθ- (wozu ἐγ-καθιδρύω a. o.),Derivatives: ἵδρυμα `what was set up, founded, statue, temple-building' (IA), ἵδρυσις `founding, settling' (Hp., Pl., Str., Plu.).Etymology: Denominative verb, from a noun *ἱδρυ- (?) (Schwyzer 727 and 495); an r-deriv. of the verb `sit, set' in ἕζομαι, ἵζω; cf. esp. ἕδρα. The ἱ- from ἵζω (Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 2); ( ι as reduced grade of ε is impossible, Bq, Schwyzer 351, Sturtevant Lang. 19, 300; but see Manessy -Guitton, An Fac. Let. et Sc. Hum. de Nice: from s ̊d-; cf. Meier-Brügger, Idg. Sprachwissschaft (2000) 90f.: *s ̊d-wr̥-y-)̇.Page in Frisk: 1,710Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἱδρύω
См. также в других словарях:
ίδρυμα — Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας … Dictionary of Greek
ίδρυμα — το, ατος 1. επιβλητικό οικοδόμημα. 2. οργανισμός που έχει επιστημονικό ή γενικά κοινωφελή προορισμό: Τα ανώτατα εκπαιδευτικάιδρύματα της χώρας. – Φιλανθρωπικό ίδρυμα. – Νοσηλευτικά ιδρύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἵδρυμα — ἵδρῡμα , ἵδρυμα establishment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ Ωνάσης — Βλ. λ. Ωνάσης, Αριστοτέλης … Dictionary of Greek
Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού — Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Ιδρύθηκε το 1992 με στόχο την προβολή του ελληνικού πολιτισμού στο εσωτερικό και κυρίως στο εξωτερικό. Πρώτος πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου εξελέγη ο καθηγητής Ιωάννης Γεωργάκης. Η δραστηριότητά του… … Dictionary of Greek
Πατριωτικό Ίδρυμα — Σωματείο που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1915 από τη βασίλισσα Σοφία. Η αρχική του ονομασία ήταν «Πατριωτικός Σύνδεσμος Ελληνίδων». Σκοπός του ήταν η περίθαλψη των οικογενειών των επιστράτων. Το 1917 αναδιοργανώθηκε με την ονομασία «Πατριωτικόν Ίδρυμα … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (Άνδρου) — Το μουσείο κόσμημα της Xώρας της Άνδρου, γενέτειρας του Bασίλη Γουλανδρή, εγκαινιάστηκε το 1979, για να στεγάσει ένα μέρος της συλλογής του Iδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή καθώς και μια σειρά έργων του Aνδριώτη γλύπτη Mιχάλη Tόμπρου, τα… … Dictionary of Greek
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών — Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που εδρεύει στην Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1958 με σκοπό την οργάνωση, τη χρηματοδότηση και την ηθική ενίσχυση επιστημονικών εργασιών ανώτατου ερευνητικού επιπέδου. Σε όλα αυτά τα χρόνια της λειτουργίας του, το Ε.Ι.Ε.… … Dictionary of Greek
Ευγενίδειο Ίδρυμα — Μορφωτικός οργανισμός. Ιδρύθηκε το 1956 με κληροδότημα του εφοπλιστή Ευγένιου Ευγενίδη (βλ. λ.). Βασικός σκοπός του είναι η χορήγηση υποτροφιών σε αριστούχους απόφοιτους τεχνικών σχολών για την επιμόρφωσή τους στο εξωτερικό. Το κτίριο του… … Dictionary of Greek
ορφανοτροφείο — Ίδρυμα που φροντίζει για την περίθαλψη και τη μόρφωση παιδιών που έχουν στερηθεί τη φροντίδα του ενός ή και των δύο γονέων τους, γιατί πέθαναν, και σε μερικές χώρες γιατί δεν είναι σε θέση να φροντίσουν για τη συντήρηση και τη μόρφωσή τους.… … Dictionary of Greek
αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α … Dictionary of Greek