-
21 podnik
ίδρυμα -
22 założenie
ίδρυμα -
23 kurum
ίδρυμα, ινστιτούτο, φορέας, σύλλογος -
24 заведение
заведение с το ίδρυμα* учебное \заведение το εκπαιδευτικό ίδρυμα* * *сτο ίδρυμαуче́бное заведе́ние — το εκπαιδευτικό ίδρυμα
-
25 учреждение
учреждение с (организация) το ίδρυμα, το κατάστημα; государственное \учреждение το δημόσιο κατάστημα; лечебное \учреждение το νοσηλευτικό ίδρυμα* * *с( организация) το ίδρυμα, το κατάστημαгосуда́рственное учрежде́ние — το δημόσιο κατάστημα
лече́бное учрежде́ние — το νοσηλευτικό ίδρυμα
-
26 заведение
-я ουδ.1. ίδρυμα•высшее учебное заведение ανώτερο εκπαιδευτικό’ίδρυμα•
исправительное заведение παλ. αναμορφωτικό ίδρυμα, αναμορφωτήριο•
лечебное заведение θεραπευτήριο•
богоугодное заведение φιλανθρωπικό ίδρυμα.
2. κατάστημα, οίκος•торговое заведение εμπορικό κατάστημα•
трактирное (ή питейное) заведение πανδοχείο, καμπαρέ.
3. ίδρυση, ανέγερση, φτιάξιμο•заведение школ ανέγερση σχολικών κτιρίων.
4. (απλ.) συνήθεια•у нас такое заведение εμείς έχομε τέτοια συνήθεια.
-
27 ιδρύμαθ'
ἱδρύ̱ματα, ἵδρυμαestablishment: neut nom /voc /acc plἱδρύ̱ματι, ἵδρυμαestablishment: neut dat sgἱδρύ̱ματε, ἵδρυμαestablishment: neut nom /voc /acc dual -
28 ἱδρύμαθ'
ἱδρύ̱ματα, ἵδρυμαestablishment: neut nom /voc /acc plἱδρύ̱ματι, ἵδρυμαestablishment: neut dat sgἱδρύ̱ματε, ἵδρυμαestablishment: neut nom /voc /acc dual -
29 инспекция I.см. инспектирование
2. (уч-реждение, организация) το ίδρυμα/ο οργανισμός εποπτείας/επιθεώρησηςτο επο-πτεύον ίδρυμα, ο εποπτεύων οργανισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инспекция I.см. инспектирование
-
30 учреждение
1. (создание, основание чего-л.) η ίδρυση, η σύσταση 2. (организация, ведающая какой-л. областью хозяйства, торговли и т.п.) το ίδρυμα, η υπηρεσία, το καθίδρυμα, το όργανο, ο οργανισμόςгосударственное - η δημόσια υπηρεσία, κρατικό/δημόσιο -3. (учебное) ο εκπαιδευτικός οργανισμός, το εκπαιδευτήριο, το εκπαιδευτικό ίδρυμαдошкольное - το βρεφονηπιαγωγείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учреждение
-
31 вуз
вуз м (высшее учебное заведение) το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, η ανώτατη σχολή* * *м(вы́сшее у́чебное заведе́ние) το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, η ανώτατη σχολή -
32 высший
высший ανώτατος \высший сорт η ανώτατη ποιότητα \высшийее учеб ное заведение το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα \высшийее об разование η ανώτατη εκπαί δευση* * *вы́сший сорт — η ανώτατη ποιότητα
вы́ее уче́бное заведе́ние — το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα
вы́ее образова́ние — η ανώτατη εκπαίδευση
-
33 заведение
заведениес τό ίδρυμα, τό κατάστημα:учебное \заведение τό ἐκπαιδευτικό ίδρυμα, τό ἐκπαιδευτήριο. -
34 здание
-я ουδ.κτίριο, οικοδόμημα• ίδρυμα•новое здание καινούριο κτίριο•
общественное, здание κοινωνικό ίδρυμα•
каменное здание λιθόκτιστο οικοδόμημα.
-
35 προς-ικνέομαι
προς-ικνέομαι (s. ἱκνέομαι), hinzukommen, hingelangen; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προςικνεῖται, Aesch. Ag. 766; bes. als Schutzflehender, προςίξομαι μεσόμφαλόν ϑ' ἵδρυμα, Λοξίου πέδον, Ch. 1031; c. gen., Ar. Equ. 758; vgl. Aesch. Ch. 1029.
-
36 ἐφ-έστιος
ἐφ-έστιος, ion. ἐπίστιος (ἑστία), am Heerde, auf dem Heerde, ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν, so viele an den Heerden, um die Feuerstätten versammelt sind, Il. 2, 125; εἶτα τόνδ' ἐφέστιον πῆξαι – σκῆπτρον Soph. El. 411; ἑζόμεσϑ' ἐφέστιοι, auf den Stufen des Altars, O. C. 32; ϑύματα ἐφ. Aesch. Ag. 1283; μίασμα Eum. 162; ἐφέστιον σέλας Soph. Tr. 604 erkl. der Schol. τὸ κατ' οἶκον πῦρ, im Ggstz des φέγγος ἡλίου u. des ἕρκος ἱερόν, wobei also nicht mit Herm. an das durch das Fenster eindringende Licht zu denken ist; ἀνολολύξατε δόμοι ἐφεστίοις ἀλαλαῖς Tr. 205 ch., im Jubelruf um den Heerd oder die Altäre. – Bes. von dem Schutzflehenden, der an oder auf dem Heerde sitzt, ἀλλ' ἐμὲ τὸν δύστηνον ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων Od. 7, 248; δόμων ἐφ. ἐμῶν, Schutzflehender in meinem Hause, Tempel, Aesch. Eum. 547. 639; οὔτοι καϑῆσϑε δωμάτων ἐφέστιοι ἐμῶν Suppl. 360, u. sonst bei Tragg.; als Gastfreund einkehrend, Soph. Tr. 261; Plut. Arat. 49; – Ζεὺς ἐφέστιος, der Schützer des Hauses, Soph. Ai. 487; auch sonst von den Schutzgöttern des Hauses, die auf dem Heerde standen, Her. 1, 44; ἵδρυμα Plat. Legg. XI, 931 a. – An dem eigenen Heerde, heimisch, ἀπολέσϑαι ἐφ. Od. 3, 234; ἦλϑε μὲν αὐτὸς ζωὸς ἐφ., er kam lebend heim, 23, 55; vgl. Eur. Rhes. 201; dah. πόνοι δόμων ἐφέστιοι Aesch. Spt. 835 u. δόμοι ἐφ., das heimathliche Haus, 73 Ag. 825; ἔναιε πηγῇσιν ἐφέστιος Ἀσωποῖο, an den Quellen des Asopus, Ap. Rh. 1, 117; σοῖσιν ἐφέστιος ἐν μεγάροισιν 3, 1117, oft; – τὸ ἐφ. u. τὰ ἐφέστια, die Heimath, D. Hal. 1, 24 u. oft.
-
37 ἶδρύω
ἶδρύω, aor. pass. ἱδρύνϑην, Hom.; Her. u. Attik. ἱδρύϑην, vgl. Lob. Phryn. 37; sich setzen lassen, niedersetzen; αὐτός τε κάϑησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il. 2, 191; ἵδρυσε ϑρόνῳ ἐνὶ ϑοῦρον Ἄρηα 15, 142; ἵδρυσεν παρὰ δαιτί Od. 3, 37; τὸν παῖδα εἰς ϑρόνους τυραννικοὺς ἵδρυσον, setze ihn auf den Thron, Eur. Ion 1573; ἐλατίνων ὄζων ἔπι Bacch. 1068; übertr., μηδ' ἐν τοῖς ἐμοῖς ἀστοῖσιν ἱδρύσῃς Ἄρη, laß ihn nicht sich niederlassen, errege keinen Bürgerkrieg, Aesch. Eum. 824; δεῖ γάρ με εἰς τόνδ' αὖϑις ἱδρῦσαι δόμον Ἄλκηστιν, sie wieder in das Haus einführen, Eur. Alc. 844; – Herodot. 4, 124 τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ, halten oder lagern lassen, wie Plut. Timol. 35 u. a. Sp.; στρατόπεδον Hdn. 4, 3, 13; βωμούς 5, 5, 15 (vgl. ἵδρυμα). – Pass. gesetzt werden, gegründet werden; da sitzen, sich ruhig verhalten, τοὶ δ' ἱδρύνϑησαν ἅπαντες, Il. 3, 78. 7, 56; ἐν ϑεῶν ἕδραισιν ὧδ' ἱδρυμένας, die gesetzt worden sind, die sitzen, Aesch. Suppl. 408; ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσϑαι χϑονός, wo er sich aufhalte, Soph. Tr. 68; οὐχ ἱδρυτέον, nicht müßig dasitzen darf man, Ai. 796; οὕτως ἀγείτων οἶκος ἵδρυται Eur. El. 1130; vgl. Hel. 826; ἐξ οὗ σφιν πὸ ἱρὸν ἵδρυται, seit der Tempel gegründet worden, Her. 7, 44; so öfter von Tempeln u. Statuen, sie aufrichten u. weihen, bes. im med., ἐνταῦϑα ἵδρυσαι βρέτας Eur. I. T. 1453; ναῶν ἕδρας ἱδρυσάμεσϑα Cycl. 290; ὅσοι Διὸς Θηβαιέος ἵδρυνται ἱρόν Her. 2, 42, vgl. 6, 105; ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσϑαι καὶ ἀγάλματα ϑεῶν Plat. Prot. 322 a; ἱερὰ καὶ βωμοὺς ἐν ἰδίαις οἰκίαις ἱδρυόμενοι Legg. X, 910 a; Sp., wie D. Hal. 8, 55; ἥρωες οἱ κατὰ τὴν πόλιν καὶ τὴν χώραν ἱδρυμένοι, die Stammheroen in Athen, denen Bildsäulen u. Altäre geweiht waren, Lycurg. 1. Auch = einsetzen, ὃς Σπαρτοὺς ἄνακτας τῆςδε γῆς ἱδρύσατο Eur. Phoen. 1015; τόνδ' ἐς οἶκον Hel. 46; παρὰ τὴν ϑύραν Ar. Plut. 1 153. – Von Städten, gründen, πόλεις ἱδρύσατο Arist. mund. 6. – Perf. pass. gegründet sein, liegen, ποῠ τὰς Ἀϑήνας φασὶν ἱδρῦσϑαι χϑονός Aesch. Pers. 227; ἵδρυται ἡ πόλις αὕτη ἐν μέσῳ τῷ Δέλτα Her. 2, 59; τὴν πόλιν ἱδρῠσϑαι δεῖ τῆς χώρας ἐν μέσῳ Plat. Legg. V, 745 b; Sp. Auch ὃ μεταξὺ φρενῶν ὀμφαλοῦ τε ἱδρῦσϑαι λόγος, Plat. Tim. 77 b; πόῤῥω γὰρ ἡδονῆς ἵδρυται καὶ λύπης τὸ ϑεῖον, liegt, ist weit davon entfernt, Ep. III, 315 c; – befestigt sein, fest sein, ὡς ἡ στρατιὰ τῶν Ἀϑηναίων βεβαίως ἔδοξε μετὰ τείχους ἱδρῦσϑαι Thuc. 8, 40; ἀρχὴ σαλεύουσα καὶ παρὰ μηδενὶ βεβαίως ἱδρυμένη Hdn. 2, 8, 6; – τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον ἱδρυϑὲν κακόν, das im Kopfe zuerst seinen Sitz hatte, haftete, Thuc. 2, 49. [Υ ist im Präsens kurz, doch lang bei Eur. Heracl. 786, wo ἱδρύεται der Schluß des Trimeters ist, in den übrigen tempp. lang, kurz bei sp. D., wie ἵδρῠσε, Nonn. D. 4, 22; Man. 3, 80; vgl. Jacob zu Anth. Pal. III, p. 242. Die Accentuation des perf. pass. ἱδρύσϑαι, die sich noch in Bekker's Plat. findet, ist falsch; denn die beiden Stellen des Eur. Hipp. 639 u. Hell. 1130, wo ἵδρυται γυνή u. ἵδρυται φίλων der Schluß des Trimeters ist, entscheiden Nichts neben Heracl. 19, wo der Trimeter mit ἱδρυμένους, u. Hel. 826, wo er mit ἱδρυμένη schließt; eben so Aesch. Suppl. 408; Ar. Plut. 1192; auch ἱδρῡτέον, Pax 889.]
-
38 αφιδρυμα
- ατος τό точное воспроизведение, копия, модель(τὰ ἀφιδρύματα τῶν Διοσκούρων Plut. и τῶν ἀρχαίων βωμῶν Diod.)
-
39 εφεστιος
ион. ἐπίστιος 21) находящийся или горящий на очаге(φλόξ Eur.; σέλας Soph.)
ἐφέστιον πῆξαι σκῆπτρον Soph. — воткнуть посох в очаг2) приходящий к очагу, т.е. в дом(ἱκέτης Aesch.)
ἐμὲ ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων Hom. — божество привело меня в жилище (Калипсо);ἑζόμεσθα ἐφέστιοι Soph. — мы сидим у очагов, т.е. пришли с мольбой;ἥκων ἐ. ἐμοί Her. — пришедший ко мне;ἀπολέσθαι ἐ. Hom. — умереть в своем доме3) связанный с домашним очагом, касающийся дома, домашний, семейный(θύματα, μίασμα Aesch.; εὐναί Eur.; ἵδρυμα Plat.)
πόνοι δόμων ἐφέστιοι Aesch. — домашние труды4) покровительствующий домашнему очагу(Ζεύς Her., Soph.)
-
40 προσικνεομαι
1) приходить (в качестве молящего)(ἵδρυμα, sc. Λοξίου Aesch.)
2) доходить, достигатьπ. ἐφ΄ ἧ παρ Aesch. — проникать до глубины сердца;
πρὴν ἐκεῖνον προσικέσθαι σου Arph. — прежде, чем он нападет на тебя
См. также в других словарях:
ίδρυμα — Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας … Dictionary of Greek
ίδρυμα — το, ατος 1. επιβλητικό οικοδόμημα. 2. οργανισμός που έχει επιστημονικό ή γενικά κοινωφελή προορισμό: Τα ανώτατα εκπαιδευτικάιδρύματα της χώρας. – Φιλανθρωπικό ίδρυμα. – Νοσηλευτικά ιδρύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἵδρυμα — ἵδρῡμα , ἵδρυμα establishment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ Ωνάσης — Βλ. λ. Ωνάσης, Αριστοτέλης … Dictionary of Greek
Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού — Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Ιδρύθηκε το 1992 με στόχο την προβολή του ελληνικού πολιτισμού στο εσωτερικό και κυρίως στο εξωτερικό. Πρώτος πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου εξελέγη ο καθηγητής Ιωάννης Γεωργάκης. Η δραστηριότητά του… … Dictionary of Greek
Πατριωτικό Ίδρυμα — Σωματείο που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1915 από τη βασίλισσα Σοφία. Η αρχική του ονομασία ήταν «Πατριωτικός Σύνδεσμος Ελληνίδων». Σκοπός του ήταν η περίθαλψη των οικογενειών των επιστράτων. Το 1917 αναδιοργανώθηκε με την ονομασία «Πατριωτικόν Ίδρυμα … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (Άνδρου) — Το μουσείο κόσμημα της Xώρας της Άνδρου, γενέτειρας του Bασίλη Γουλανδρή, εγκαινιάστηκε το 1979, για να στεγάσει ένα μέρος της συλλογής του Iδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή καθώς και μια σειρά έργων του Aνδριώτη γλύπτη Mιχάλη Tόμπρου, τα… … Dictionary of Greek
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών — Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που εδρεύει στην Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1958 με σκοπό την οργάνωση, τη χρηματοδότηση και την ηθική ενίσχυση επιστημονικών εργασιών ανώτατου ερευνητικού επιπέδου. Σε όλα αυτά τα χρόνια της λειτουργίας του, το Ε.Ι.Ε.… … Dictionary of Greek
Ευγενίδειο Ίδρυμα — Μορφωτικός οργανισμός. Ιδρύθηκε το 1956 με κληροδότημα του εφοπλιστή Ευγένιου Ευγενίδη (βλ. λ.). Βασικός σκοπός του είναι η χορήγηση υποτροφιών σε αριστούχους απόφοιτους τεχνικών σχολών για την επιμόρφωσή τους στο εξωτερικό. Το κτίριο του… … Dictionary of Greek
ορφανοτροφείο — Ίδρυμα που φροντίζει για την περίθαλψη και τη μόρφωση παιδιών που έχουν στερηθεί τη φροντίδα του ενός ή και των δύο γονέων τους, γιατί πέθαναν, και σε μερικές χώρες γιατί δεν είναι σε θέση να φροντίσουν για τη συντήρηση και τη μόρφωσή τους.… … Dictionary of Greek
αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α … Dictionary of Greek