Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἵδρυμα)

  • 121 учебный

    επ.
    διδακτικός• σχολικός•

    -ая программа σχολικό πρόγραμμα•

    учебный материал η διδακτική ύλη•

    учебный предмет физики το μάθημα της φυσικής•

    учебный год σχολικός χρόνος•

    учебный час η-διδακτική ώρα•

    -ые методы διδακτικές μέθοδες•

    -ое пособие διδακτικό βοήθημα.

    || εκπαιδευτικός•

    -ая стрельба εκπαιδευτική βολή•

    -ое заведение εκπαιδευτικό ίδρυμα•

    -ое судно εκπαιδευτικό σκάφος•

    -ые патроны εκπαιδευτικά φυσίγγια.

    Большой русско-греческий словарь > учебный

  • 122 учреждение

    ουδ.
    1. ίδρυση• καθιέρωση•

    -банка ίδρυση τράπεζας•

    учреждение ордена καθιέρωση παράσημου.

    2. ίδρυμα•

    государственные -я τα κρατικά ιδρύματα•

    научные -я επιστημονικά ιδρύματα•

    детские -я παιδικά ιδρύματα.

    3. το (κοινωνικό) καταστημένο. || παλ. νομοθέτημα.

    Большой русско-греческий словарь > учреждение

  • 123 филармония

    θ.
    φιλαρμονία, φιλαρμονική (σύλλογος ή ίδρυμα συναυλιών).

    Большой русско-греческий словарь > филармония

  • 124 фонд

    α.
    1. το κεφάλαιο, το καπιτάλι. || το κονδύλιο.
    2. πλθ. οι ομολογίες.
    3. μτφ. κεφάλαιο πνευματικό, ηθική αξία.
    4. οργάνωση ή ίδρυμα παροχής βοήθειας σε πνευματικούς παράγοντες.

    Большой русско-греческий словарь > фонд

  • 125 экспедиция

    θ.
    1. αποστολή•

    экспедиция грузов αποστολή φορτίων•

    экспедиция посылок αποστολή δεμάτων.

    2. αποστολή ομάδας ανθρώπων (για κάποιο σκοπό)•

    полярная экспедиция αποστολή στον πόλο•

    научная экспедиция επιστημονική αποστολή•

    карательная экспедиция εκκαθαριστική αποστολή (επιχείρηση).

    3. ίδρυμα ή τμήμα αυτού• γραφείο.

    Большой русско-греческий словарь > экспедиция

  • 126 экстерн

    α.
    1. μαθητής εξωτερικός.
    2. που δεν διαμένει σε οικοτροφείο.
    3. παλ. γιατρός εξωτερικός(όχι στο υγειονομικό ίδρυμα).

    Большой русско-греческий словарь > экстерн

  • 127 экстернат

    α.
    1. εκπαιδευτικό ίδρυμα εξωτερικών μαθητών ή φοιτητών.
    2. παλ. γιατρός—βοηθός εξωτερικός.

    Большой русско-греческий словарь > экстернат

  • 128 юбиляр

    α., -рша, -и θ. ο γιορτάζων, η γιορτάζουσα το ιωβηλιαίο (για πρόσωπο, ίδρυμα, πόλη κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > юбиляр

См. также в других словарях:

  • ίδρυμα — Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας …   Dictionary of Greek

  • ίδρυμα — το, ατος 1. επιβλητικό οικοδόμημα. 2. οργανισμός που έχει επιστημονικό ή γενικά κοινωφελή προορισμό: Τα ανώτατα εκπαιδευτικάιδρύματα της χώρας. – Φιλανθρωπικό ίδρυμα. – Νοσηλευτικά ιδρύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἵδρυμα — ἵδρῡμα , ἵδρυμα establishment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ Ωνάσης — Βλ. λ. Ωνάσης, Αριστοτέλης …   Dictionary of Greek

  • Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού — Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Ιδρύθηκε το 1992 με στόχο την προβολή του ελληνικού πολιτισμού στο εσωτερικό και κυρίως στο εξωτερικό. Πρώτος πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου εξελέγη ο καθηγητής Ιωάννης Γεωργάκης. Η δραστηριότητά του… …   Dictionary of Greek

  • Πατριωτικό Ίδρυμα — Σωματείο που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1915 από τη βασίλισσα Σοφία. Η αρχική του ονομασία ήταν «Πατριωτικός Σύνδεσμος Ελληνίδων». Σκοπός του ήταν η περίθαλψη των οικογενειών των επιστράτων. Το 1917 αναδιοργανώθηκε με την ονομασία «Πατριωτικόν Ίδρυμα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (Άνδρου) — Το μουσείο κόσμημα της Xώρας της Άνδρου, γενέτειρας του Bασίλη Γουλανδρή, εγκαινιάστηκε το 1979, για να στεγάσει ένα μέρος της συλλογής του Iδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή καθώς και μια σειρά έργων του Aνδριώτη γλύπτη Mιχάλη Tόμπρου, τα… …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών — Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που εδρεύει στην Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1958 με σκοπό την οργάνωση, τη χρηματοδότηση και την ηθική ενίσχυση επιστημονικών εργασιών ανώτατου ερευνητικού επιπέδου. Σε όλα αυτά τα χρόνια της λειτουργίας του, το Ε.Ι.Ε.… …   Dictionary of Greek

  • Ευγενίδειο Ίδρυμα — Μορφωτικός οργανισμός. Ιδρύθηκε το 1956 με κληροδότημα του εφοπλιστή Ευγένιου Ευγενίδη (βλ. λ.). Βασικός σκοπός του είναι η χορήγηση υποτροφιών σε αριστούχους απόφοιτους τεχνικών σχολών για την επιμόρφωσή τους στο εξωτερικό. Το κτίριο του… …   Dictionary of Greek

  • ορφανοτροφείο — Ίδρυμα που φροντίζει για την περίθαλψη και τη μόρφωση παιδιών που έχουν στερηθεί τη φροντίδα του ενός ή και των δύο γονέων τους, γιατί πέθαναν, και σε μερικές χώρες γιατί δεν είναι σε θέση να φροντίσουν για τη συντήρηση και τη μόρφωσή τους.… …   Dictionary of Greek

  • αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»