-
1 ἵδρῡμα
ἵδρῡμα, τό, das Niedergesetzte, Festgestellte, Gegründete; vom Tempel Aesch. Eum. 32; wie ἕδος auch Götterstatue, Götterbild, δαιμόνων ϑ' ἱδρύματα πρόῤῥιζα φύρδην ἐξανέστραπται βάϑρων Pers. 797; vgl. Ag. 330; βωμοὶ δ' ἄϊστοι καὶ ϑεῶν ἱδρύματα 513; τὰ Νυμφῶν ἱδρύματα Eur. Bacch. 949, der Suppl. 631 τὸ σὸν ἄγαλμα, τὸ σὸν ἵδρυμα πόλεος vrbdí, wo man es "die in der Stadt angesiedelten Bürger" od. "die Stütze, Schutzwehr der Stadt" erkl.; in Prosa, ἐφέστιον ἵδρυμα ἐν οἴκῳ ἔχων Plat. Legg. XI, 931 a, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων ϑεῶν IV, 717 b; Sp., τῶν ἱδρυμάτων κομισϑέντων ἐκ τοῦ νεώ D. Hal. 1, 67; – die Gründung, ἵδρυμα λέγεται Κρητῶν γενέσϑαι τὸ ἱερόν Plut. Marc. 20.
-
2 ιδρυμα
- ατος τό1) возведение, сооружение, основание, постройкаἵ. λέγεται Κρητῶν γενέσθαι τὸ ἱερόν Plut. — говорят, что (этот) храм был воздвигнут критянами
2) святилище, храм(θεῶν Her.)
3) жилище, обитель(τὰ Νυμφῶν ἱδρύματα Eur.)
4) изображение, изваяние, статуя, кумир(δαιμόνων Aesch.; ἱδρύματα πατρῴων θεῶν Plat.)
5) основа, столп, устой(πόλεως Aesch.)
-
3 ίδρυμα
-
4 ἵδρυμα
-
5 ἵδρῡμα
-
6 ίδρυμα
το учреждение, заведение, предприятие;φιλανθρωπικό ίδρυμα — филантропическое учреждение;
εκπαιδευτικό ίδρυμα — учебное заведение
-
7 ἵδρυμα
-
8 ίδρυμα
[идрима] от. о. учреждение, заведение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ίδρυμα
-
9 ίδρυμα
[идрима] от. о. учреждение, заведение. -
10 ίδρυμα
завод, уcтановазаводотГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ίδρυμα
-
11 ιδρυμα
kurum, kuruluş, muessese -
12 ίδρυμα
1) établissement2) fondation -
13 ίδρυμα
1) firma (f) rzecz.2) fundacja (f) rzecz.3) przedsiębiorstwo (n) rzecz.4) ustanowienie (n) rzecz.5) zakład (m) rzecz.6) założenie (n) rzecz. -
14 ίδρυμα
1) nadace2) podnik3) ústav4) založení5) zařízení6) závod -
15 ίδρυμα
1) establishment2) foundation3) institutionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ίδρυμα
-
16 καθ-ίδρῡμα
καθ-ίδρῡμα, τό, = ἵδρυμα.
-
17 ἀφ-ίδρῡμα
-
18 établissement
ίδρυμα -
19 fondation
ίδρυμα -
20 nadace
ίδρυμα
См. также в других словарях:
ίδρυμα — Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας … Dictionary of Greek
ίδρυμα — το, ατος 1. επιβλητικό οικοδόμημα. 2. οργανισμός που έχει επιστημονικό ή γενικά κοινωφελή προορισμό: Τα ανώτατα εκπαιδευτικάιδρύματα της χώρας. – Φιλανθρωπικό ίδρυμα. – Νοσηλευτικά ιδρύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἵδρυμα — ἵδρῡμα , ἵδρυμα establishment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ Ωνάσης — Βλ. λ. Ωνάσης, Αριστοτέλης … Dictionary of Greek
Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού — Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Ιδρύθηκε το 1992 με στόχο την προβολή του ελληνικού πολιτισμού στο εσωτερικό και κυρίως στο εξωτερικό. Πρώτος πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου εξελέγη ο καθηγητής Ιωάννης Γεωργάκης. Η δραστηριότητά του… … Dictionary of Greek
Πατριωτικό Ίδρυμα — Σωματείο που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1915 από τη βασίλισσα Σοφία. Η αρχική του ονομασία ήταν «Πατριωτικός Σύνδεσμος Ελληνίδων». Σκοπός του ήταν η περίθαλψη των οικογενειών των επιστράτων. Το 1917 αναδιοργανώθηκε με την ονομασία «Πατριωτικόν Ίδρυμα … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (Άνδρου) — Το μουσείο κόσμημα της Xώρας της Άνδρου, γενέτειρας του Bασίλη Γουλανδρή, εγκαινιάστηκε το 1979, για να στεγάσει ένα μέρος της συλλογής του Iδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή καθώς και μια σειρά έργων του Aνδριώτη γλύπτη Mιχάλη Tόμπρου, τα… … Dictionary of Greek
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών — Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που εδρεύει στην Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1958 με σκοπό την οργάνωση, τη χρηματοδότηση και την ηθική ενίσχυση επιστημονικών εργασιών ανώτατου ερευνητικού επιπέδου. Σε όλα αυτά τα χρόνια της λειτουργίας του, το Ε.Ι.Ε.… … Dictionary of Greek
Ευγενίδειο Ίδρυμα — Μορφωτικός οργανισμός. Ιδρύθηκε το 1956 με κληροδότημα του εφοπλιστή Ευγένιου Ευγενίδη (βλ. λ.). Βασικός σκοπός του είναι η χορήγηση υποτροφιών σε αριστούχους απόφοιτους τεχνικών σχολών για την επιμόρφωσή τους στο εξωτερικό. Το κτίριο του… … Dictionary of Greek
ορφανοτροφείο — Ίδρυμα που φροντίζει για την περίθαλψη και τη μόρφωση παιδιών που έχουν στερηθεί τη φροντίδα του ενός ή και των δύο γονέων τους, γιατί πέθαναν, και σε μερικές χώρες γιατί δεν είναι σε θέση να φροντίσουν για τη συντήρηση και τη μόρφωσή τους.… … Dictionary of Greek
αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α … Dictionary of Greek