Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἴττω

См. также в других словарях:

  • ίττω — ἴττω (Α) (βοιωτ. τ. τού γ εν. προστ. τού οἶδα αντί ἴστω, ειδ. ως όρκος) ας γνωρίζει, δηλ. ας είναι μάρτυρας (α. «ἴττω Ζεύς», Πλάτ. β. «ἴττω Ἡρακλῆς», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ἴττω — οἶδα see perf imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανελίσσω — ἀνελίσσω κ. ίττω (Α) 1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 2. αναπτύσσω, αναλύω 3. μελετώ, ερμηνεύω 4. κάνω κάτι να κινηθεί προς τα πίσω, κινώ (πόδα) 5. κάνω να στρέφεται, περιστρέφω 6. μτφ. περιδινώ, οδηγώ εδώ κι εκεί, διαμορφώνω με τρόπο περίπλοκο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»