-
1 ίσχυον
ἴ̱σχῡον, ἰσχύωto be strong: imperf ind act 3rd plἴ̱σχῡον, ἰσχύωto be strong: imperf ind act 1st sgἴσχῡον, ἰσχύωto be strong: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἴσχῡον, ἰσχύωto be strong: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
2 ἴσχυον
ἴ̱σχῡον, ἰσχύωto be strong: imperf ind act 3rd plἴ̱σχῡον, ἰσχύωto be strong: imperf ind act 1st sgἴσχῡον, ἰσχύωto be strong: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἴσχῡον, ἰσχύωto be strong: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
3 ισχύον
ἰσχύωto be strong: pres part act masc voc sgἰσχύωto be strong: pres part act neut nom /voc /acc sg -
4 ἰσχῦον
ἰσχύωto be strong: pres part act masc voc sgἰσχύωto be strong: pres part act neut nom /voc /acc sg -
5 ἰσχύω
A , X.HG6.4.18: [tense] fut. , etc.: [tense] aor. , etc.: [tense] pf.ἴσχῡκα Aeschin.1.165
, Cerc.17.34:—[voice] Pass., [tense] aor.κατ-ισχύθην D.S.15.87
: ([etym.] ἰσχύς):— to be strong in body, S.Tr. 234;ὅπως ὑγιαίνοιεν καὶ ἰσχύοιεν X.Cyr.6.1.24
; ;ἰ. τοῖς σώμασιν X.Mem.2.7.7
; ; ἴσχυόν τ' αὐτὸς ἐμαυτοῦ, i.e. I had all my strength, Ar.V. 357; ἰ. ἐκ νόσου to be recovering, X.HG6.4.18.2 to be powerful, prevail,μηδὲν μεῖον ἰ. Διός A.Pr. 510
, etc.; πλέον, μεῖζον ἰ., E.Hec. 1188, Ar.Av. 1607; later ἰ. πρός τινα prevail against, LXXPs.12(13).4; ἐπί τινας ib.1 Ma.10.49; ἰ. τινί to be strong in a thing,σοφία ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἰσχύει Pi.Fr.61
; ;ἐν τῇ ποιητικῇ Phld.Po.5.9
;ἰ. τινὶ πρὸς τοὺς πολεμίους Th.3.46
;ἰ. ἐκ πονηρίας D.2.9
; ὅθεν ἰσχύομεν, ᾗπερ ἰσχύουσι, Th.1.143, 2.13; ἰ. παρά τινι have power or influence with one, Id.8.47, Aeschin.2.2, D.38.20, etc.b of things, prevail,ὅρκος οὔτι Ζηνὸς ἰ. πλέον A.Eu. 621
; ; τὸ δίκαιον ἐν πᾶσιν ἰ. D. 37.59; have force,ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια, ταὐτὰ.. καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν D.19.241
, cf. 25.71;ὁ λόγος δόξειεν ἂν ἰσχύειν Arist. Pol. 1280a28
; νομὴ ἄδικος οὐδὲν ἰ. is of no force, PTeb.286.7 (ii A.D.); ἰσχῦόν τι something permanent, prob. in Epicur.Ep.1p.7U.: c.inf.,ὁ καιρὸς ἰσχύει.. πράττειν D.17.9
, cf. LXX 2 Ch.2.6(5), al., Plu.Pomp. 58;οὐκ ἰ. ἀρτιστομεῖν Str.14.2.28
, cf. Ev.Marc.5.4, D.Chr.33.22, etc.3 to be worth or equivalent to,ἡ μνᾶ ἰσχύει λίτρας δύο καὶ ἥμισυ J.AJ14.7.1
, cf. PGnom. 106, Ptol.Tetr. 134; αἱ ψῆφοι τάλαντον ἰσχύουσιν (prob. for ἴσχουσιν) Plb.5.26.13.b ἄρτον πᾶσαν ἡδονὴν ἰσχύοντα making strong.., ib.Wi.16.20 ( in se habentem, Vulg.). -
6 τρέφω
A : [tense] fut. , etc.: [tense] aor. 1 ἔθρεψα, [dialect] Ep.θρέψα Il.2.548
: [tense] aor. 2 ἔτρᾰφον (v. infr. B): [tense] pf. τέτροφα intr., Od.23.237, ([etym.] συν-) Hp.Morb.Sacr. 11; but trans., S.OC 186 (lyr.); alsoτέτρᾰφα Plb.12.25h
.5:—[voice] Med., [tense] fut. θρέψομαι in pass. sense, Hp.Genit.9, Nat.Puer. 23, Th.7.49, etc.: [tense] aor.ἐθρεψάμην Pi.O.6.46
, A.Ch. 928, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. τρᾰφήσομαι Ps.-D.60.32, D.H.8.41, etc., but in early writers in med. form θρέψομαι (v. supr.): [tense] aor. 1 ἐθρέφθην, [dialect] Ep. , rare in Trag. and [dialect] Att., E.Hec. 351, 600, Pl.Plt. 310a;ἐθράφθη IG12(9).286
(Eretria, vi B. C.): [tense] aor. 2 ἐτράφην [pron. full] [ᾰ] Hom. (sed v. infr. B), A.Th. 754 (lyr.), Ar.Av. 335 (lyr.), etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἔτραφεν, τράφεν, Il.23.348, 1.251: [tense] pf.τέθραμμαι Hp.Nat.Hom.5
, E.Heracl. 578, etc.; [ per.] 2pl. (but συντέτραφθε [s. v. l.] in X.Cyr.6.4.14); inf. , X.HG2.3.24 (in both with v. l. τετρ-).I thicken or congeal a liquid, γάλα θρέψαι curdle it, Od.9.246; τρέφε ([tense] impf.)πίονατυρόν Theoc.25.106
:—[voice] Pass., with [tense] pf.[voice] Act. τέτροφα, curdle, congeal,γάλα τρεφόμενον τυρὸν ἐργάζεσθαι Ael.NA16.32
;περὶ χροΐ τέτροφεν ἅλμη Od.23.237
.II usu., cause to grow or increase, bring up, rear, esp. of children bred and brought up in a house,ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα Il.8.283
;ἥ μ' ἔτεχ', ἥ μ' ἔθρεψε Od.2.131
, cf. 12.134;εὖ ἔτρεφεν ἠδ' ἀτίταλλεν Il.16.191
, cf. Od.19.354;ἐγώ σ' ἔθρεψα, σὺν δὲ γηράναι θέλω A.Ch. 908
, cf. Supp. 894;μέχρι ἥβης τ. Th.2.46
;γεννᾶν καὶ τ. Pl.Plt. 274a
;τ. τε καὶ αὔξειν μέγαν Id.R. 565c
: c. acc. cogn., τ. τινὰ τροφήν τινα bring up in a certain way, Hdt.2.2; alsoτῶν πρώτων μαθημάτων, ἐν οἷς οἱ παλαιοὶ τοὺς παῖδας ἔτρεφον Gal.16.691
:—[voice] Med., rear for oneself,θρέψαιό τε φαίδιμον υἱόν Od.19.368
;αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες Pi.O.6.46
; ; ;τεκὼν ἀρετὴν καὶ θ. Id.Smp. 212a
; :—[voice] Pass., to be reared, grow up, ;τῇ ὁμοῦ ἐτρεφόμην Od.15.365
;ἅμα τράφεν ἠδ' ἐγένοντο Il.1.251
, etc.; κάρτιστοι τράφεν ἀνδρῶν grew up the strongest men, ib. 266:—prop. a boy was called τρεφόμενος only so long as he remained in the charge of the women, i. e. till his fifth year, Hdt.1.136; ἐξ ὅτου 'τράφην ἐγώ from the time when I left the nursery, Ar.Av. 322; but even of pre-natal growth, , cf. Th. 754 (lyr.):—generally, in Trag., ; ὅπως πατρὸς δείξεις οἷος ἐξ οἵου τράφης ib. 557;κρατίστου πατρὸς.. τραφείς Id.Ph.3
: παῖδες μητέρων τεθραμμέναι true nurslings of your mothers, implying a reproach for unmanliness (s. v.l.), A.Th. 792; μιᾶς τρέφει πρὸς νυκτός art nursed by night alone, i. e. art blind, S.OT 374.2 of slaves, cattle, dogs and the like , rear and keep them,κύνας Il.22.69
, Od.14.22, etc.;ἵππους Il.2.766
; λέοντος ἶνιν (v. σίνις) A.Ag. 717 (lyr.); (lyr.); (cj. for στρέφουσι); ἰκτῖνα Ar. Fr. 628
;ὄρτυγας Eup.214
; ; οἱ τρέφοντες (sc. τοὺς ἐλέφαντας ) the keepers, Arist.HA 571b33;τ. παιδαγωγούς Aeschin.1.187
; alsoτ. γυναῖκα E.IA 749
; τ. [ἑταίραν], [πόρνας], keep.., Antiph. 2, Diph. 87; ὁ τρέφων one's master, Nicol.Com.1.11,36: metaph., αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει he keeps a sea-beach in the house, Ar.V. 110:—[voice] Pass., to be bred, reared,δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ' οἴκοι τραφείς S.OT 1123
; ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ γέγονεν καὶ τέθραπται was born and bred, Pl.Men. 85e; Ἀγαθῖνον θρεμένον (i. e. τεθρεμμένον, = θρεπτόν, v. θρεπτός 1) B (Dionysopolis, ii A. D.); Νείκην τὴν θρεμένην μου ib.276 A (Dionysopolis, ii A. D.).3 tend, cherish, τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον, of Calypso, Od.5.135, cf. 7.256; of plants, Il.17.53;θρέψασα φυτὸν ὥς 18.57
, cf. Od.14.175.4 of parts of the body, let grow, cherish, foster,χαίτην.. Σπερχειῷ τρέφε Il.23.142
;τῷ θεῷ [πλόκαμον] τ. E.Ba. 494
;ὑπήνην ἄκουρον τ. Ar.V. 476
(lyr.); τ. κόμην, = κομᾶν, Hdt.1.82; : also τά θ' ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν things which put fat on swine, Od.13.410;τεθραμμένη εἰς πολυσαρκίαν X.Mem.2.1.22
.5 in Poets, of earth and sea, breed, produce, teem with,οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τ. ἀνθρώποιο Od.18.130
;ἄγρια, τά τε τρέφει οὔρεσιν ὕλη Il.5.52
;φάρμακα, ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών 11.741
;ὅσ' ἤπειρος.. τρέφει ἠδὲ θάλασσα Hes.Th. 582
;πολλὰ γᾶ τρέφει δεινά A.Ch. 585
(lyr.), cf. 128, E.Hec. 1181;θάλασσα.. τρέφουσα πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα A.Ag. 959
; ὃν πόντος τ., i. e. the sailors, Pi.I.1.48: rare in Prose,ἀεί τι ἡ Αιβύη τρέφει καινόν Arist. GA 746b8
.6 in Poets also, simply, have within oneself, contain, (lyr.), cf. Tr. 817; τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχαιτέραν to keep his tongue more quiet, Id.Ant. 1089;ἡ γλῶσσα τὸν θυμὸν δεινὸν τ. Id.Aj. 1124
;τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω Id.OT 356
(so in Pl.,τ. ἰσχυρὸν τὸ ἐλεινόν R. 606b
);τ. νόσον S. Ph. 795
;ἐκ φόβου φόβον τ. Id.Tr.28
; (lyr.); οἵας λατρείας.. τρέφει what services.. she has as her lot, ib. 503; ἐν ἐλπίσιν τρέφω.. ἥξειν I cherish hopes that.., Id.Ant. 897; τὸν Καδμογενῆ τρέφει.. βιότου πολύπονον [πέλαγος] is his daily lot, Id.Tr. 117 (lyr., but Reiske's cj. στρέφει is prob.);πόνοι τρέφοντες βροτούς E.Hipp. 367
(lyr.).III maintain, support,τ. ἀνδρὸς μόχθος ἡμένας ἔσω A.Ch. 921
, cf. Pi.O.9.106; ;τ. τὸν πατέρα Aeschin.1.13
;τὴν οἰκίαν ὅλην D.59.67
; ;τὰ κτήνη χιλῷ ἐτρέφοντο X.An.4.5.25
; γάλακτι, τυρῷ, κρέασι τ., Id.Mem. 4.3.10; σίτῳ, ὄψῳ, Id.Lac.1.3; feed a patient, Gal.15.503, 19.185; provide the food for an employee, σοῦ τρέφοντος αὐτόν, ἐμοῦ δὲ ἱματίζοντος (ii A. D.); alsoτ. ἀπό τινος Pl.Prt. 313c
, X.HG2.1.1; (lyr.), cf. Pl.R. 372b.2 maintain an army or fleet, Th.4.83, X.An.1.1.9 ([voice] Pass.);τ. τὰς ναῦς Th. 8.44
, X.HG1.5.5, 5.1.24; τ. τὸ ναυτικὸν ἀπὸ τῶν νήσων ib.4.8.9;ἐκ τῶν κωμῶν τρέφεσθαι Id.An.7.4.11
, etc.3 of land, feed, maintain one,τρέφει γὰρ οὗτος [ὁ ἀγρὸς].. με Philem.98.2
, cf. Men.63, 466, al.4 of women, feed or suckle an infant, ; γυνὴ τρέφουσα ib.87; ἡ τρέφουσα, = ἡ τροφός, Gal.6.44.5 of food, nourish,τὰ Ἡρακλεωτικὰ τρέφει οὐχ ὁμοίως τοῖς ἀμυγδάλοις Diocl.Fr.126
, cf. 117;ἡ οὐκ ἐπιτηδείως τῷ σώματι διδομένη τροφὴ οὐ τρέφει Sor.1.49
;πυρῶν.. ὅσοι κοῦφοι.. ἧττον τρέφουσι Gal.Vict.Att 6
;τὸ δέρμα πᾶν αὐτοῖς ὡς ἂν ὑπὸ φλεγματ ώδους αἵματος τρεφόμενον οἰδαλέον γίνεται Id.18(2).118
, cf. 106.IV bring up, rear, educate, Hes.Fr.19, Pi.N.3.53, etc.;τῷ λόγῳ τ. καὶ παιδεύεις Pl.R. 534d
;θρέψαι καὶ παιδεῦσαι D.59.18
; ; ἡ θρέψασα (sc. γῆ ) the motherland, Lycurg. 47:—[voice] Med., ; ἡ θρεψαμένη one's motherland, Lycurg.85:—[voice] Pass., ὀρθῶς, εὖ τραφῆναι, Pl. R. 401e, Alc.1.120e; παιδείᾳ, ἐν ταύτῃ τῇ παιδείᾳ τ., Id.Lg.695c, X. Cyn.1.16;ἐν πολυτρόποις ξυμφοραῖς Th.2.44
;ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 172c
;ἐν χλιδῇ X.Cyr.4.5.54
;ἐν ἐλευθερίᾳ Pl.Tht. 175d
, Mx. 239a;ἐν ἄλλοις νόμοις Arist.Pol. 1327a14
;ἐν φωνῇ βαρβάρῳ Pl.Prt. 341c
;πάσαις Μούσαισι BCH50.444
(Thespiae, iv A. D.).V the [voice] Pass. sts. came to mean little more than to be, ἐπ' ἐμοὶ πολέμιον ἐτράφη (sc. τὸ γένος) Ar.Av. 335 (lyr.), cf. Th. 141, S.OC 805.B Hom. uses an intr. [tense] aor. 2 [voice] Act. ἔτραφον in pass. sense (which is to τρέφομαι, τέτροφα (intr.) as ἔδρακον to δέρκομαι, δέδορκα, etc.),ὃς.. ἔτραφ' ἄριστος Il.21.279
; ; τραφέμεν ([dialect] Ep. for τραφεῖν) 7.199, Od.3.28, al.; ἐπεὶ τράφ' ἐνὶ μεγάρῳ, i. e. when he was well-grown, Il.2.661:—as trans. the [tense] aor. 2 is used by Hom. only in Il.23.90, and τράφε in Pi.N.3.53 is [dialect] Dor. [tense] impf.:— ἐτράφην is perh. post-Homeric; [ per.] 3sg. τράφη is v. l. in Il.2.661, [ per.] 1pl. ἐτράφημεν and [ per.] 1sg. ἐτράφην ([etym.] περ) vv. ll. in 23.84; τράφη is in all codd. of 3.201, 11.222, which should prob. be emended from 2.661; [ per.] 3pl.ἔτραφεν 23.348
(v.l. ἔτραφον), Od.10.417 (v.l. ἔτραφον) ; τράφεν in all codd. of Il.1.251, 266, Od.14.201, also (with v. l. τράφον ) in 4.723: the vox nihili ἐτράφεμεν, found in Il.23.84 as cited by Aeschin.1.149, was emended by Scaliger to ἐτράφομεν:—the redupl. [ per.] 3sg.τέτραφ' Il.21.279
, [ per.] 3pl.τέτραφεν 23.348
, are ff. ll., though found in many codd. Later this [tense] aor. became obsolete, except in [dialect] Ep. imitators, as in Call.Jov.55, Opp.H.1.774. -
7 ἐμαυτοῦ
A of me, of myself: only gen., dat., and acc. sg., both masc. and fem.: not found in early [dialect] Ep.; [dialect] Aeol. ἔμ' αὔτῳ, ἔμ' αὔτᾳ, Alc.72, Sapph.Supp.15.11, cf. A.D. Pron.80.10; ἐμαυτόν is dub. in Xenoph. ( PLG2p.116B.) and Anacr. 64; [dialect] Ion.ἐμεωυτοῦ Hdt.4.97
(butἐμωυτοῦ A.D.Pron.74.4
),ἐμεωυτῷ Hdt.3.142
,ἐμεωυτόν Heraclit.101
; ἐμᾱτοῦ, ἐμᾱτόν, Lyr.Alex.Adesp.4.23, SIG741.12 (i B.C.): in pl. always separated, ἡμῶν αὐτῶν, etc.; ἐν ἐμαυτῷ συννοεῖσθαι in or with oneself, E.Or. 634;πρὸς ἐμαυτόν Ar. Ra.53
, etc.; strengthd.,ἴσχυόν τ' αὐτὸς ἐμαυτοῦ Id.V. 357
, cf. Lys. 1125; but ἐν ἐμαυτοῦ (sc. οἴκῳ) εἶναι, metaph., to be master of oneself, Pl.Chrm. 155d: nom. ἐμαυτός, com. formation in Pl.Com.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμαυτοῦ
См. также в других словарях:
ἰσχῦον — ἰσχύω to be strong pres part act masc voc sg ἰσχύω to be strong pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσχυον — ἴ̱σχῡον , ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd pl ἴ̱σχῡον , ἰσχύω to be strong imperf ind act 1st sg ἴσχῡον , ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἴσχῡον , ἰσχύω to be strong imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
οκτώηχος — Λειτουργικό βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Μικρά Oκτώηχος, σε αντιδιαστολή με την επαυξημένη της μορφή, που είναι ένα μεγάλο λειτουργικό βιβλίο, τη Μεγάλη Οκτώηχο ή Παρακλητική. Η Ο. περιέχει οχτώ αναστάσιμες ακολουθίες… … Dictionary of Greek
πέμπτος — η, ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, ον, ΝΜΑ (ως τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο 2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτη η πέμπτη ημέρα… … Dictionary of Greek
πολιτογραφώ — πολιτογραφῶ, έω, ΝΜΑ [πολιτογράφος] νεοελλ. 1. δίνω υπηκοότητα, εγγράφω αλλοδαπό στους πολίτες ενός κράτους 2. (το παθ.) πολιτογραφούμαι (για λέξη ή όρο) γίνομαι δόκιμος, εντάσσομαι οργανικά στο ισχύον γλωσσικό σύστημα αρχ. 1. κάνω κάποιον πολίτη … Dictionary of Greek
αιγιαλίτιδα ζώνη — Η θαλάσσια περιοχή που ξεκινά από την ξηρά και μπορεί να εκτείνεται μέσα στη θάλασσα σε απόσταση έως και δώδεκα ναυτικών μιλίων. Σύμφωνα με το ισχύον διεθνές δίκαιο, εντός αυτής της ζώνης τα παράκτια κράτη ασκούν πλήρη κυριαρχία. Η ύπαρξη της α.ζ … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Μέγας — (Flavius Valerius Constantinus, Ναϊσσός Μοισίας [σημερινή Νις Σερβίας] 280; – Νικομήδεια Βιθυνίας 337 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (306 337), ιδρυτής του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (Βυζαντινής αυτοκρατορίας). Ήταν γιος του Κωνσταντίου του Χλωρού … Dictionary of Greek