-
1 ιρεύσασθαι
-
2 ἱρεύσασθαι
-
3 ἷρεύσασθαι
ἷρεύσασθαι: see ἱερεύω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἷρεύσασθαι
-
4 ἱερεύω
Aἱρεύεσκον 20.3
: [ per.] 3sg. [tense] plpf. [voice] Pass.ἱέρευτο Il.24.125
: ([etym.] ἱερός):— sacrifice,βοῦς.. ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν 6.94
; ταύρους [ποταμῷ] 21.131;τοῖσι δὲ βοῦν ἱέρευσε.. Ζηνί Od.13.24
, etc.: abs., offer sacrifice, τῇ θεῷ Ant. Lib.20.2.2 slaughter for a feast,βοῦς ἱερεύοντες.. εἰλαπινάζουσιν Od.2.56
;ἄξεθ' ὑῶν τὸν ἄριστον, ἵνα ξείνῳ ἱερεύσω 14.414
, cf. 8.59; also :—[voice] Med., βοῦς ἱρεύσασθαι oxen to slaughter for themselves, 19.198;μῆλα A.R.2.302
. -
5 ἱερεύω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἱερεύω
-
6 ἷρεύω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἷρεύω
См. также в других словарях:
ἱρεύσασθαι — ἱερεύω sacrifice aor inf mid ἱρεύω sacrifice aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)