Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱμανήθρη

См. также в других словарях:

  • ιμανήθρη — ἱμανήθρη, ἡ (Α) ιμονιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ιμάς, άντος (βλ. ιμάντας) και προέρχεται πιθ. από *ἱμανῶ < *ἵμων (πρβλ. ιμονιά). Εμφανίζει επίθημα η θρα (< επίθημα θρον / θρα παρεκτεταμένο με η ), πρβλ. δακτυλ ήθρα, κολυμβ ήθρα] …   Dictionary of Greek

  • ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …   Dictionary of Greek

  • ιμονιά — ἱμονιά, ἡ (ΑΜ) 1. το σχοινί με το οποίο τραβούν τον κουβά από το πηγάδι 2. μήκος σχοινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, άντος (βλ. ιμάντας), προέρχεται πιθ. από *ἵμων (πρβλ. αρχ. σαξων. sĩmo «κορδόνι», αρχ. ινδ. sĭman «όριο» και ελλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»