-
101 эпидемия
-и θ.επιδημία. || μτφ. διάδοση, εξάπλωση• ρεύμα•эпидемия самоубийства κύμα αυτοκτον ίας.
-
102 αἰθρία
A = αἴθρη, first in Sol. 13.22, then in [dialect] Ion. Prose, Com., X., and Arist.:ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης Hdt. 7.188
;ἐξ αἰθρίας ἀστράψω Cratin.53
, cf. Hdt.3.86, X.HG7.1.31; αἰθρίας οὔσης in clear weather, Arist. Mete. 342a12; αἰθρίης or - ίας abs., Hdt.7.37, Ar.Nu. 371;τῆς αἰθρίας Arist.Pr. 939b15
.2 esp. the clear cold air of night, Hdt.2.68, cf. Hp. Aët.8. [[pron. full] ῐ in penult. exc. in dact. and anap., Sol. l.c., Ar. l.c.] -
103 αἱμορυγχιάω
A have a bloody snout, Hermipp.80 (better taken as Subst. [suff] αἱμο-ίας, ου, ὁ, reading - ίαν for - ιᾶν).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμορυγχιάω
-
104 αὐχενίας
A bull-necked, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐχενίας
-
105 Βακχιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βακχιάς
-
106 βλακίας
βλᾱκ-ίας· ἰχθὺς ποιός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλακίας
-
107 βομβυκίας
βομβῡκ-ίας κάλαμος reedGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βομβυκίας
-
108 γαλακτίας
A = γαλαξίας, Ptol.Alm. 8.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλακτίας
-
109 γαλαξίας
1 (sc. κύκλος) the milky way, D.S.5.23, Luc.VH1.16, Man.2.116, etc.; in full,γ. κύκλος Placit.2.7.1
, Sallust.4.II (sc. λίθος) = λίθος μόροχθος, tailor's chalk, Dsc.5.134.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλαξίας
-
110 γερανίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανίας
-
111 γεροντίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεροντίας
-
112 Γιγαντιάς
A s.v. Δωδώνη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γιγαντιάς
-
113 γνοφίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνοφίας
-
114 γραμματίας
γραμμᾰτ-ίας (sc. λίθος), ου, ὁ, precious stone like an emerald, v. l. in Plin.HN37.118:—Hsch. has γραμματίας· περιεσπασμένους.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμματίας
-
115 γυναικίας
A = γύννις, weakling, Eup.124 (dub.), Luc.Pisc.31, Lib.Or.64.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικίας
-
116 γυπιάς
-
117 δειματίας
A the Scarer, D.H.6.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειματίας
-
118 δελφινιάς
A = δελφίνιον 11, Ps.-Dsc.3.73.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δελφινιάς
-
119 δεσμίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμίας
-
120 δευτερίας
A seconds, a poor wine made from στέμφυλα, Dsc.5.6, Poll.1.248, 6.17, Hsch.; prob. l. in Nicopho 20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δευτερίας
См. также в других словарях:
Ιάς — Ἰάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που προέρχεται από την Ιωνία, η ιωνική («τὴν Ἰάδα στρατιήν», Ηρόδ.) 2. η ιωνική διάλεκτος («ἐν τῇ Ἰάδι γράφειν», Λουκιαν.) 3. ιωνικό άνθος, το ίον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. θηλ. < ‘Ιωνες κατά το Ελλάς < Έλληνες] … Dictionary of Greek
Ἰάς — the Ionian flower fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek
ἰᾶς — εἷς sem fem gen sg (attic epic doric aeolic) ἰά voice fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ἰᾶ̱ς , ἰάζω fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰᾷς — ἰάζω fut ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάς — ἰά̱ς , ἰά voice fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴας — Ἴᾱς , Ἴης masc acc pl Ἴᾱς , Ἴης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίας — ίᾱς , κερατέα fem acc pl ίᾱς , κερατέα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακ(κ)ίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ Εὐπόλιδι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα ίας (πρβλ. σαπρ ίας)] … Dictionary of Greek
Ἰά — Ἰάς the Ionian flower fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰάδα — Ἰάς the Ionian flower fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)