-
1 Ιας
I(στρατιή, ἐσθής Her.)
τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ Thuc. — ввиду ионического родства (халкидян с афинянами)IIἸάδος ἥ1) (sc. γυνή) иониянка Her.2) (sc. διάλεκτος) ионический диалект(ἐντῇ Ἰάδι γράφειν Luc.)
-
2 σκαφ(τ)ιάς
ο1) землекоп; 2) яЯ. труженики полей -
3 σκαφ(τ)ιάς
ο1) землекоп; 2) яЯ. труженики полей -
4 Ιακος
-
5 παντρ(ε)ιά
η бракосочетание; женитьба; замужество;κόρη της παντρ(ε)ιας — дочь на выданье;
§ με το ζόρι παντρ(ε)ιά — насильно, принудительным путём
-
6 παντρ(ε)ιά
η бракосочетание; женитьба; замужество;κόρη της παντρ(ε)ιας — дочь на выданье;
§ με το ζόρι παντρ(ε)ιά — насильно, принудительным путём
-
7 προεδρ(ε)ία
η1) председательство; президентство (тж. срок);υπό την προεδρ(ε)ία — под председательством;
2) резиденция главы государства;§ υπουργός προεδρ(ε)ίας — министр при премьер-министре
-
8 προεδρ(ε)ία
η1) председательство; президентство (тж. срок);υπό την προεδρ(ε)ία — под председательством;
2) резиденция главы государства;§ υπουργός προεδρ(ε)ίας — министр при премьер-министре
-
9 σκαφεύς
(-εως) ο см. σκαφ(τ)ιάς
См. также в других словарях:
Ιάς — Ἰάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που προέρχεται από την Ιωνία, η ιωνική («τὴν Ἰάδα στρατιήν», Ηρόδ.) 2. η ιωνική διάλεκτος («ἐν τῇ Ἰάδι γράφειν», Λουκιαν.) 3. ιωνικό άνθος, το ίον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. θηλ. < ‘Ιωνες κατά το Ελλάς < Έλληνες] … Dictionary of Greek
Ἰάς — the Ionian flower fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek
ἰᾶς — εἷς sem fem gen sg (attic epic doric aeolic) ἰά voice fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ἰᾶ̱ς , ἰάζω fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰᾷς — ἰάζω fut ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάς — ἰά̱ς , ἰά voice fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴας — Ἴᾱς , Ἴης masc acc pl Ἴᾱς , Ἴης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίας — ίᾱς , κερατέα fem acc pl ίᾱς , κερατέα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακ(κ)ίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ Εὐπόλιδι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα ίας (πρβλ. σαπρ ίας)] … Dictionary of Greek
Ἰά — Ἰάς the Ionian flower fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰάδα — Ἰάς the Ionian flower fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)