-
1 γυναικίας
A = γύννις, weakling, Eup.124 (dub.), Luc.Pisc.31, Lib.Or.64.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικίας
См. также в других словарях:
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek