-
1 ιωήν
-
2 ἰωήν
-
3 κωφάω
A make dumb, silence,πᾶσαν ἰωήν Opp.C.3.286
:— [voice] Pass., grow dumb or deaf, become stupid,ὑπ' ἀπαιδευσίας κεκωφημένος Clearch.6
.II generally, maim, injure, Hsch. -
4 ἀνερεύγω
A throw up, disgorge, ἀνήρῠγεν ἀτμόν ([tense] aor. 2) Nonn.D.1.239; ἰωήν ib. 485:—[voice] Pass., discharge itself, of a river, Arist.Mu. 392b16, A.R.2.744.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνερεύγω
-
5 ἀπορροιβδέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπορροιβδέω
-
6 ἰωή
ἰωή, ἡ,A any loud sound: shout, or cry of men or women,περὶ φρένας ἤλυθ' ἰωή Il.10.139
;ὦρτο δ' ἰ. λεπταλέη ὀδυρομένων A.R.3.708
; ἰ. δενδρώδης (of Daphne) Nonn.D.15.300; sound of the lyre,περὶ δέ σφεας ἤλυθ' ἰωὴ φόρμιγγος Od.17.261
; of the wind, ὑπὸ Ζεφύροιο ἰωῆς by the roaring blast of Zephyrus, Il.4.276, cf. 11.308; of fire,πυρὸς δηΐοιο ἰωήν 16.127
; of footsteps, ποδῶν αἰπεῖα ἰ. Hes.Th. 682; clang of arms, Coluth.56.—[dialect] Ep. word, once in Trag.,βοᾷ τηλωπὸν ἰωάν S.Ph. 216
(lyr.).
См. также в других словарях:
ἰωήν — ἰωή any loud sound fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφώ — (I) κωφῶ, άω (Α) [κωφός] 1. κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει, βουβαίνω («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾱσαν ἰωήν», Οππ.) 2. κολοβώνω κάποιον 3. παθ. κωφῶμαι, άομαι αποβλακώνομαι. (II) κωφῶ έω (Α) [κωφός] πιθ. κολοβώνω κάποιον. (III) κωφῶ, όω… … Dictionary of Greek