-
1 ανασειραζω
досл. оттягивать поводом, перен.:1) сбивать с пути(ἀ. τινὰ καὴ παρακόπτειν φρένας Eur.)
2) сдерживать, подавлять(ὄρεξιν, ἰωήν Anth.)
См. также в других словарях:
ἰωήν — ἰωή any loud sound fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφώ — (I) κωφῶ, άω (Α) [κωφός] 1. κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει, βουβαίνω («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾱσαν ἰωήν», Οππ.) 2. κολοβώνω κάποιον 3. παθ. κωφῶμαι, άομαι αποβλακώνομαι. (II) κωφῶ έω (Α) [κωφός] πιθ. κολοβώνω κάποιον. (III) κωφῶ, όω… … Dictionary of Greek