Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰχθυ-βόλος

См. также в других словарях:

  • ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κραταίβολος — κραταίβολος, ον (Α) αυτός που εξακοντίζεται με ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βολος (< βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, ιχθύ βολος] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοβόλος — ἰχθυοβόλος, ον (AM) μσν. ιχθυβόλος* αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰχθυοβόλον η τρίαινα, το καμάκι ψαρέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιππο βόλος, λιθο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • ιχθύβολος — ἰχθύβολος, ον (Α) φρ. 1. «ἰχθύβολος θήρα» ψάρεμα που γίνεται με καμάκι, με τρίαινα 2. «ἰχθύβολα δεῑπνα» δείπνα από ψάρια που έχουν αλιευθεί με τρίαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, πεζό βολος] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυβολεύς — ἰχθυβολεύς, έως, ὁ (Α) ιχθυβόλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βολεύς (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αμφι βολεύς, ανα βολεύς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»