-
1 ιχθυηρός
-
2 ἰχθυηρός
-
3 ἰχθυηρός
-
4 ιχθυηρος
31) рыбный, предназначенный для рыб(πινακίσκος Arph.)
2) рыбный, приготовленный из рыбы(ζωμός Luc.)
-
5 ἰχθυηρός
ἰχθυηρός, die Fische betreffend; πινακίσκος, Fischschüssel, Fischbrett -
6 ἰχθυηρός
-ά,-όν A 0-0-0-2-0=2 Neh 3,3; 12,39fishy; ἡ πύλη ἡ ἰχθυηρά the fish-gate -
7 ἰχθυηρός
A fishy, scaly, i.e. foul, dirty,πινακίσκοι Ar.Pl. 814
,Fr. 532;ἔλαιον Ph. Bel.90.19
;ζωμός Luc.Lex.5
; οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν nothing of the fish kind, Diph.32.21; ἡ πύλη ἡ ἰ. the fish-gate, LXXNe.3.3:—Subst., [full] ἰχθῠηρά, ἡ, tax on fish, UPZ110.98 (ii B.C.), PFay.42 (a) v 2 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυηρός
-
8 ιχθυηρά
ἰχθυηρά̱, ἰχθυηράfishy: fem nom /voc /acc dualἰχθυηρά̱, ἰχθυηράfishy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἰχθυηρόςfishy: neut nom /voc /acc plἰχθυηρά̱, ἰχθυηρόςfishy: fem nom /voc /acc dualἰχθυηρά̱, ἰχθυηρόςfishy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
9 ἰχθυηρά
ἰχθυηρά̱, ἰχθυηράfishy: fem nom /voc /acc dualἰχθυηρά̱, ἰχθυηράfishy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἰχθυηρόςfishy: neut nom /voc /acc plἰχθυηρά̱, ἰχθυηρόςfishy: fem nom /voc /acc dualἰχθυηρά̱, ἰχθυηρόςfishy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
10 ιχθυηρών
-
11 ἰχθυηρῶν
-
12 ιχθυηρόν
-
13 ἰχθυηρόν
-
14 ἰχθυϊκός
-
15 ιχθυηράς
ἰχθυηράfishy: fem gen sg (attic doric aeolic)ἰχθυηρόςfishy: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 ἰχθυηρᾶς
ἰχθυηράfishy: fem gen sg (attic doric aeolic)ἰχθυηρόςfishy: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 ιχθυηροίς
-
18 ἰχθυηροῖς
-
19 ιχθυηρού
-
20 ἰχθυηροῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιχθυηρός — ἰχθυηρός, ά, όν (Α) 1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια 2. ρυπαρός, δυσώδης 3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια 5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» ψαρόσουπα β) «πύλη ἡ… … Dictionary of Greek
ἰχθυηρός — fishy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηρόν — ἰχθυηρός fishy masc acc sg ἰχθυηρός fishy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηροῖς — ἰχθυηρός fishy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηροί — ἰχθυηρός fishy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηροῦ — ἰχθυηρός fishy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηρούς — ἰχθυηρός fishy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηρά — ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρά fishy fem nom/voc/acc dual ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρά fishy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἰχθυηρός fishy neut nom/voc/acc pl ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρός fishy fem nom/voc/acc dual ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρός fishy fem nom/voc sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυηρῶν — ἰχθυηρά fishy fem gen pl ἰχθυηρός fishy fem gen pl ἰχθυηρός fishy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ζάβατος — ζάβατος, ον (Α) 1. (αιολ. τ.), βλ. διαβατός 2. (κατά τον Ησύχ.) «πίναξ ἰχθυηρός», γαβάθα για ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα «διά» + βατός (< βαίνω)] … Dictionary of Greek