Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰχθυηρά

См. также в других словарях:

  • ἰχθυηρά — ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρά fishy fem nom/voc/acc dual ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρά fishy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἰχθυηρός fishy neut nom/voc/acc pl ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρός fishy fem nom/voc/acc dual ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρός fishy fem nom/voc sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰχθυηράν — ἰχθυηρά̱ν , ἰχθυηρά fishy fem acc sg (attic doric aeolic) ἰχθυηρά̱ν , ἰχθυηρός fishy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰχθυηρᾶς — ἰχθυηρά fishy fem gen sg (attic doric aeolic) ἰχθυηρός fishy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰχθυηρῶν — ἰχθυηρά fishy fem gen pl ἰχθυηρός fishy fem gen pl ἰχθυηρός fishy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθυηρός — ἰχθυηρός, ά, όν (Α) 1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια 2. ρυπαρός, δυσώδης 3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια 5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» ψαρόσουπα β) «πύλη ἡ… …   Dictionary of Greek

  • φέρμια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἃς ἔνιοι ἀσίλλας τὰς ἐκ σχοίνων πλεκομένας καὶ ἰχθυηρὰ ἀγγεῑα, οἷον σπυρίδια». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί φέρνιον*, α] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»