Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἰσχυρῶ

См. также в других словарях:

  • ισχυρώ — (ΑΜ ἰσχυρῶ, όω) [ισχυρός] καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω …   Dictionary of Greek

  • ἰσχυρῶ — ἰσχῡρῶ , ἰσχυρός strong masc/neut gen sg (doric aeolic) ἰσχυρόω strengthen pres subj act 1st sg ἰσχυρόω strengthen pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυρῷ — ἰσχῡρῷ , ἰσχυρός strong masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύρω — ἰ̱σχύρω , ἰσχυρόω strengthen imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἰσχυρόω strengthen pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἰσχυρόω strengthen imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισφαλής — ές (Α ἐπισφαλής) 1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.) 2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος αρχ. 1. αυτός που ενέχει… …   Dictionary of Greek

  • εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… …   Dictionary of Greek

  • ισχύρησις — ἰσχύρησις και ἰσχύρισις, ἡ (Α) [ισχύρω] ο ισχυρισμός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»