Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰνπολα

См. также в других словарях:

  • εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»