Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰλύ

См. также в других словарях:

  • γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • īl-, īlu- —     īl , īlu     English meaning: dirt; black     Deutsche Übersetzung: ‘schlamm” and ‘schwarz” (= ‘schmutzig”? or umgekehrt ‘schlamm, Moor” as das “Dunkle”?)     Material: Gk. ἰλύ̄ς, ύος f. ‘slime, mud, ordure; dregs, sediment (of wine);… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • έγχωσις — ἔγχωσις, η (Α) πρόσχωση, κάλυψη με ιλύ, χώμα ή άλλη ύλη …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • ανάχωσμα — το (Α ἀνάχωσμα) συσσώρευση χώματος, μικρός σωρός από την ιλύ ποταμού …   Dictionary of Greek

  • αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… …   Dictionary of Greek

  • εγχωμάτωση — η πρόσχωση με ιλύ, χώμα ή άλλη ύλη …   Dictionary of Greek

  • εκχώννυμι — ἐκχώννυμι (Α) 1. υψώνω ανάχωμα 2. παθ. υψώνομαι, χτίζομαι πάνω σε ανάχωμα ή σε ύψωμα 3. (για θαλάσσιο κόλπο) γεμίζω ιλύ (λάσπη) από τον ποταμό 4. παθ. μεταφέρομαι για απόρριψη …   Dictionary of Greek

  • ιλυόλουτρο — το λουτρό μέσα σε ιλύ ιαματικών πηγών, λασπόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + λουτρό. Η λ. στον πληθ. ἰλυόλουτρα μαρτυρείται από το 1865 στον Σπ. Κοντολέοντα] …   Dictionary of Greek

  • ιλυώδης — ες (ΑΜ ἰλυώδης, ες) γεμάτος ιλύ, λασπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, πο ώδης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»