-
1 ἰλυ-ώδης
-
2 ἰλύω
-
3 ἰλυώδης
ἰλυ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰλυώδης
-
4 ιλυς
I- ύος (ῑλῡ) ἥ1) ил, грязь, тина(ὕδατος ῥέοντος Arst.)
ὑπ΄ ἰλύος κεκαλυμμένος Hom. — покрывшийся тиной;τὰ στόματα ἰλὺν πολλέν λαμβάνοντα Plut. — сильно занесенное илом устье (реки)2) гуща, отстой, осадок(ὅ οἶνος μιγνυμένης τῆς ἰλύος Arst.)
IIтж. εἰλύς - ύος adj. илистый, покрытый илистыми наносами(Αἴγυπτος Her.)
-
5 ιλυωδης
-
6 ἰ̄λύ̄ς
ἰ̄λύ̄ς, - ύοςGrammatical information: f.Meaning: `mud, slime, dregs, impurity' (Ion., Il., Arist.)Other forms: The i- is long; on the length of the u see LSJ.Derivatives: ἰλυώδης (Hp., hell.), ἰλυόεις (A. R., Nic.; poetic formation (?), cf. Schwyzer 527) `muddy'; ἰλύωμαι ἐρρύπωμαι H. Further ἰλύματα (Gal. 13, 45) from cross with λύματα. Adject. ἰλύ ( εἰλύ cod.) μέλαν H.Etymology: Formation like ἀχλύ̄ς a. o. (Schwyzer 495) and identical with a Slavic word for `mud', e. g. OCS Russ. ilъ, gen. ila (old u-stem); also Latv. īls `very dark'. Further see Vasmer Russ. et. Wb. s. v..Page in Frisk: 1,723Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰ̄λύ̄ς
См. также в других словарях:
γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
īl-, īlu- — īl , īlu English meaning: dirt; black Deutsche Übersetzung: ‘schlamm” and ‘schwarz” (= ‘schmutzig”? or umgekehrt ‘schlamm, Moor” as das “Dunkle”?) Material: Gk. ἰλύ̄ς, ύος f. ‘slime, mud, ordure; dregs, sediment (of wine);… … Proto-Indo-European etymological dictionary
έγχωσις — ἔγχωσις, η (Α) πρόσχωση, κάλυψη με ιλύ, χώμα ή άλλη ύλη … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
ανάχωσμα — το (Α ἀνάχωσμα) συσσώρευση χώματος, μικρός σωρός από την ιλύ ποταμού … Dictionary of Greek
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
εγχωμάτωση — η πρόσχωση με ιλύ, χώμα ή άλλη ύλη … Dictionary of Greek
εκχώννυμι — ἐκχώννυμι (Α) 1. υψώνω ανάχωμα 2. παθ. υψώνομαι, χτίζομαι πάνω σε ανάχωμα ή σε ύψωμα 3. (για θαλάσσιο κόλπο) γεμίζω ιλύ (λάσπη) από τον ποταμό 4. παθ. μεταφέρομαι για απόρριψη … Dictionary of Greek
ιλυόλουτρο — το λουτρό μέσα σε ιλύ ιαματικών πηγών, λασπόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + λουτρό. Η λ. στον πληθ. ἰλυόλουτρα μαρτυρείται από το 1865 στον Σπ. Κοντολέοντα] … Dictionary of Greek
ιλυώδης — ες (ΑΜ ἰλυώδης, ες) γεμάτος ιλύ, λασπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, πο ώδης)] … Dictionary of Greek