-
1 ἰλυ-ώδης
-
2 ἰλυώδης
ἰλυ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰλυώδης
-
3 ιλυωδης
См. также в других словарях:
ιλυώδης — ες (ΑΜ ἰλυώδης, ες) γεμάτος ιλύ, λασπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, πο ώδης)] … Dictionary of Greek