Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περίττωμα

См. также в других словарях:

  • περίττωμα — το, ατος καθετί άχρηστο που μένει από τη λειτουργία του οργανισμού, κόπρος, αποπάτημα, σκατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίττωμα — περίσσωμα , περίσσωμα that which is over and above neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρόλιθος — Σκληρές κοπρανώδεις ουσίες, που σχηματίζουν πραγματικές πέτρες στα κόπρανα. Στην παλαιοντολογία, κ. χαρακτηρίζεται το απολιθωμένο περίττωμα προϊστορικών ζώων, το οποίο βρίσκεται μέσα σε πετρώματα. Οι κυριότεροι κ. είναι αυτοί των ιχθυόσαυρων και… …   Dictionary of Greek

  • κουτσουλιά — και κοτσιλιά και κουτσιλιά, η το περίττωμα των πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κότ (τ)υνα (τα) «σκύβαλα» (< κόττος «πετεινός») ή, κατ άλλους, < κοτο τσιλιά «περίττωμα κότας»] …   Dictionary of Greek

  • περιττωματικός — ή, ό / περιττωματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και περισσωματικός, ή, όν, ΜΑ [περίττωμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα αρχ. (για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾱλλον», Αριστοτ …   Dictionary of Greek

  • σύντηγμα — το, ΝΑ [συντήκω] κράμα που παράγεται με σύντηξη αρχ. περίττωμα («λέγω δὲ περίττωμα τὸ τῆς τροφῆς ὑπόλειμμα σύντηγμα δὲ τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῡ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • облишьнии — (2*) пр. 1. Облишьнеѥ средн. в роли с. Избыток, излишек: обрѣзанье бо ѥсть дх҃вно. плоть||скы˫а сласти ѿложенье. всѧка бо сласть не ѿ б҃а и о б҃зѣ бываема облишнее сласти е(с) обра(з) необрѣзань˫а ˫авлѧе(т). (περίττωμα) ГБ XIV, 13б–в. 2. Зд.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άφοδος — ἄφοδος, η (Α) [οδός] 1. αναχώρηση, απομάκρυνση 2. αναχώρηση από τη ζωή, θάνατος 3. επάνοδος, επιστροφή 4. υποχώρηση 5. αποχωρητήριο 6. περίττωμα …   Dictionary of Greek

  • αποπάτημα — το (Α ἀποπάτημα) περίττωμα, ακαθαρσία …   Dictionary of Greek

  • αποχωρώ — (AM ἀποχωρῶ, έω) 1. απομακρύνομαι με τη θέληση μου, αναχωρώ 2. αποσύρομαι, παραιτούμαι αρχ. 1. αποχωρώ μετά την ήττα, αποσύρομαι 2. (για τα περιττώματα) διέρχομαι, βγαίνω 3. (για τόπους) απέχω, είμαι μακριά 4. «ἀποχωρῶ εἴς τι ή ἐπί τι» καταφεύγω… …   Dictionary of Greek

  • διαχώρημα — διαχώρημα, το (Α) αποπάτημα, περίττωμα, κόπρανο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»