Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰδιῶτις

См. также в других словарях:

  • ιδιώτις — η (ΑΜ ἰδιῶτις) βλ. ιδιώτης …   Dictionary of Greek

  • ἰδιώτιδα — ἰδίωτις unskilled fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτιδας — ἰδίωτις unskilled fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτιδες — ἰδίωτις unskilled fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτιδι — ἰδίωτις unskilled fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτιδος — ἰδίωτις unskilled fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτισιν — ἰδίωτις unskilled fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»