-
1 ηγεμονίς
-
2 ἡγεμονίς
-
3 ἡγεμονίς
-
4 ἡγεμονίς
ἡγεμονίς, ίδος, ἡ, Führerin, Herrscherin -
5 ἡγεμονίς
A imperial,πόλεις Str.8.6.10
, cf. CIG 2721 ([place name] Stratonicea);γῆ App.BC2.65
: metaph., δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῖς ἡ. Ph.2.5;αἰσθήσεων ἡ. ὅρασις Id.2.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡγεμονίς
-
6 ἰδιῶτις
-
7 ηγεμονίδα
[-ις (-ίδος)] η1) супруга, жена правителя, государя; 2) правительница, государыня; 3) княгиня; 4) перен. владычица, властительница; ηγεμονίς πόλις город-властелин -
8 ηγεμονίδα
ἡγεμονίδᾱ, ἡγεμονίδηςmasc nom /voc /acc dualἡγεμονίδηςmasc voc sgἡγεμονίδᾱ, ἡγεμονίδηςmasc gen sg (doric aeolic)ἡγεμονίδηςmasc nom sg (epic)ἡγεμονίςimperial: fem acc sg -
9 ἡγεμονίδα
ἡγεμονίδᾱ, ἡγεμονίδηςmasc nom /voc /acc dualἡγεμονίδηςmasc voc sgἡγεμονίδᾱ, ἡγεμονίδηςmasc gen sg (doric aeolic)ἡγεμονίδηςmasc nom sg (epic)ἡγεμονίςimperial: fem acc sg -
10 ηγεμονίδας
ἡγεμονίδᾱς, ἡγεμονίδηςmasc acc plἡγεμονίδᾱς, ἡγεμονίδηςmasc nom sg (epic doric aeolic)ἡγεμονίςimperial: fem acc pl -
11 ἡγεμονίδας
ἡγεμονίδᾱς, ἡγεμονίδηςmasc acc plἡγεμονίδᾱς, ἡγεμονίδηςmasc nom sg (epic doric aeolic)ἡγεμονίςimperial: fem acc pl -
12 ηγεμονίδες
-
13 ἡγεμονίδες
-
14 ηγεμονίδι
-
15 ἡγεμονίδι
-
16 ηγεμονίδος
-
17 ἡγεμονίδος
-
18 ηγεμονίσιν
-
19 ἡγεμονίσιν
-
20 ἡγεμονηΐς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡγεμονηΐς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ηγεμονίς — ἡγεμονίς, ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, ἡ (Α) (θηλ. τού ἡγεμών) 1. αυτή που άρχει, πρώτη, κυρίαρχος, προεξάρχουσα («ἡγεμονίδες πόλεις», Στράβ.) 2. (και μτφ.) αυτή που προεξάρχει, που είναι πρώτη («δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῑς ἡγεμονίς», Φιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν.… … Dictionary of Greek
ἡγεμονίς — imperial fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονίδες — ἡγεμονίς imperial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονίδι — ἡγεμονίς imperial fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονίδος — ἡγεμονίς imperial fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονίσιν — ἡγεμονίς imperial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηγεμονηΐς — ἡγεμονηΐς, ίδος, ἡ (Α) [ηγεμών] ποιητ. τ. αντί ηγεμονίς* … Dictionary of Greek
ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης … Dictionary of Greek
ԱՌԱՋՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0290 Chronological Sequence: 6c ա. Առաջին. նախկին. *Աճեսցեն ծնունդք ըստ առաջնակն օրհնութեան: Առաջնակ գովութիւն: Զրկեցայ յառաջնակն փառաբաստուցեանց. Պիտ.: Եւ Առաջնորդ. հեղինակ. ըստ յն. առաջնորդուհի. ἠγεμονίς ductrix, imperatrix… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՌԱՋՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0290 Chronological Sequence: 6c գ. ἠγεμών, ἠγεμονίς, ἠγεμονικός, γενικώτατος princeps, principalis, generalissimus Առաջին. գլխաւոր. իշխան, կամ իշխանուհի. եւ Առաջնորդական. իշխանական. եւ Սեռականագոյն. եւ Առաջնակ. *Դէմքն (կամ երեսք)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἡγεμονίδα — ἡγεμονίδᾱ , ἡγεμονίδης masc nom/voc/acc dual ἡγεμονίδης masc voc sg ἡγεμονίδᾱ , ἡγεμονίδης masc gen sg (doric aeolic) ἡγεμονίδης masc nom sg (epic) ἡγεμονίς imperial fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)