-
1 ιδιώτιδος
-
2 ἰδιώτιδος
См. также в других словарях:
ἰδιώτιδος — ἰδίωτις unskilled fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ιδιώτιδος
2 ἰδιώτιδος
ἰδιώτιδος — ἰδίωτις unskilled fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)