-
1 ιδιωτικά
ἰδιωτικόςof: neut nom /voc /acc plἰδιωτικά̱, ἰδιωτικόςof: fem nom /voc /acc dualἰδιωτικά̱, ἰδιωτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἰδιωτικά
ἰδιωτικόςof: neut nom /voc /acc plἰδιωτικά̱, ἰδιωτικόςof: fem nom /voc /acc dualἰδιωτικά̱, ἰδιωτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 ιδιώτικα
-
4 ἰδιώτικα
-
5 συμ-βόλαιον
συμ-βόλαιον, τό, wie σύμβολον, Zeichen, aus dem man Etwas schließt, Anzeichen, Merkmal, ὡς οὐκέτ' ὄντος γὰρ τὰ συμβόλαιά σου πρὸς τὰς παρούσας ξυμφορὰς ἐφαίνετο, Soph. Phil. 872; ἃ νῷν συμβόλαια πρόσϑεν ἦν, Eur. Ion 411; Her. 5, 92, 7; – bes. Handelsverkehr, Handelsgeschäft, u. die daraus entspringenden Verpflichtungen, Eontraete u. dgl., τῶν πρὸς ἀλλήλους συμβολαίων, Plat. Polit. 294 e; Soph. 225 b; ἰόντα εἰς τὰ συμβόλαια, Legg. I, 649 e; πρὸς ἅπαντα τὰ ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα, V, 738 a; δικαιοσύνη ἡ ἐν συμβολαίοις, Xen. Hier. 9, 6; συμβολαίου λαχεῖν τινα, Jem. wegen eines Contractes vor Gericht belangen, Lys. 17, 3; περὶ ἰδίων συμβολαίων ἀγωνιζόμενοι, 30, 8; ἀντίδικος ἐξ ἑτέρων συμβολαίων, Is. 5, 33; vgl. Andoc. 1, 88; Lys. 3, 26; bei Dem. 18, 210 cutsprechen τὰ τοῦ καϑ' ἡμέραν βίου συμβόλαια den ἴδιαι δίκαι; πρὸς τὰ ξυμβόλαια, Handelsverkehr, Isocr. 2, 22; auch ausgeliehenes Geld, συμβόλαιον εἰς ἀνδράποδα συμβεβλημένον, Dem. 27, 27; τὰ Ἀϑήναζε καὶ Ἀϑήνηϑεν συμβόλαια, 32, 1, welche Rede, wie die 33., über dergleichen handelt; vgl. ib. §. 3, ὅσα ἐμοὶ καὶ τούτῳ ἐγένετο συμβόλαια, u. ἄλλου συμβολαίου οὐκ ὄντος ἐμοὶ πρὸς αὐτόν, u. συμβόλαιον συμβάλλειν τινί, 34, 1; συμβολαίων ἀποστερεῖν, um geliehenes Geld betrügen, D. Hal. 5, 66; ἀπώλλυ το τῷ πατρὶ τὸ συμβόλαιον, Dem. 49, 2, meinem Vater war die Schuldforderung verloren, er büßte sein Darlehn ein; συμβόλαια ἰδιωτικά, Privatvertrag, Pol. 20, 6, 1; περὶ συμβολαίων ἀμφισβητοῦντες, 26, 1, 11.
-
6 έγγραφο(ν)
το документ; бумага; акт; письменное распоряжение, письменный приказ;δημόσια έγγραφα — государственные бумаги;
πολύτιμα έγγραφα — ценные бумаги;
ιδιωτικά έγγραφα — личные документы;
επίσημο έγγραφο(ν) — официальный документ;
πρωτότυπο έγγραφο(ν) — оригинал, подлинник;
ναυτιλιακά έγγραφα — судовые документы;
μυστικό έγγραφο(ν) — секретный документ;
δικαιολογητικό έγγραφο(ν) — оправдательный документ;
τό σύνολον των έγγραφων — документация;
τεχνικά έγγραφα — техническая документация
-
7 έγγραφο(ν)
το документ; бумага; акт; письменное распоряжение, письменный приказ;δημόσια έγγραφα — государственные бумаги;
πολύτιμα έγγραφα — ценные бумаги;
ιδιωτικά έγγραφα — личные документы;
επίσημο έγγραφο(ν) — официальный документ;
πρωτότυπο έγγραφο(ν) — оригинал, подлинник;
ναυτιλιακά έγγραφα — судовые документы;
μυστικό έγγραφο(ν) — секретный документ;
δικαιολογητικό έγγραφο(ν) — оправдательный документ;
τό σύνολον των έγγραφων — документация;
τεχνικά έγγραφα — техническая документация
-
8 ιδιωτικάς
-
9 ἰδιωτικάς
-
10 δημόσιος
A belonging to the people or state,κτέανα Xenoph.2.8
;τὰδ. Hdt.5.29
, Ar.V. 554;δ. χρήματα Cratin.171
;πλοῦτος Th.1.80
; χώρα, opp. ἱερά, ἰδία, Arist.Pol. 1267b34;ἡ δ. τράπεζα IG22.1013
; τὰ ἱερὰ τὰ δ., opp. ἰδιωτικά, SIG 1015.9 (Halic.); ἀγῶνες, δίκαι, Aeschin.1.2, Arist.Pol. 1320a12; δ. λόγος, = Lat. fiscus, BGU193.27, OGI1669.21; δημόσιον εἶναι, γίγνεσθαι, to be, become state-property, be confiscated, Th.2.13, IG22.1100.40 (Hadr.), Pl.Lg. 742b, etc.;γῆν δ. ποιεῖν Lys.18.14
.b used by the public, βαλανεῖα, λουτρόν, Plb.26.1.12, Hdn.1.12.4.2 common, δημοσιώτατος τρόπος, τόπος, Arist.Top. 162a35, SE 165a5; epidemic,Hp.
Ep.19 ( Hermes 53.67).II as Subst.:a δημόσιος (sc. δοῦλος), ὁ, any public slave or servant, as, the public crier, Hdt.6.121; policeman, Ar.Lys. 436; public notary, = γραμματεύς, D. 19.129, etc.; public executioner, D.S.13.102: generally, public official,τὸν ἀρχέφοδον καὶ τοὺς ἄλλους δημοσίους POxy.69.13
(ii A. D.).c harlot, prostitute, Procop.Arc.9 (cf. Sapph.148).III neut., δημόσιον, τό, the state, Hdt.1.14, Aeschin.3.58;οἱ ἐκ δ.
public officials,X.
Lac.3.3.b public building, hall, Hdt.6.52.c treasury, = τὸ κοινόν, ἀργύριον ὀφείλοντες τῷ δ. And.1.73, cf. D.21.182, Din.2.2;ὁ ἐκ δ. μισθός Th.6.31
;ἡ ἐκ τοῦ δ. τροφή Pl.R. 465d
;τελεῖν εἰς τὸ δ. BGU1188.12
(Aug.), 1158.18 (i B. C.).d the public prison, Th.5.18.2 τὰ δ. public archives, OGI229.108 ([place name] Smyrna).IV fem., δαμοσία (sc. σκηνή), ἡ, tent of the Spartan kings: hence οἱ περὶ δαμοσίαν the king's council, X.HG4.5.8, Lac.13.7.V as Adv.:1 dat. δημοσία, [dialect] Ion. -ίῃ, at the public expense, Hdt.1.30, Ar.Av. 396, etc.; by public consent, D.21.50; on public service,δ. ἀποδημεῖν Id.45.3
; δ. κρίνειν try in the public courts, And.1.105; δ. τεθνάναι to die by the hands of the public executioner, D.45.81.3 commonly, popularly,τὰ δ. νομιζόμενα ἀγαθά Luc.Nigr.4
.4 regul. Adv.- ίως A.D. Adv.151.12
; on public business,καταπλεῦσαι SIG520.7
(Naxos, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημόσιος
-
11 προσοδικός
II concerning revenue,τὰ βασιλικὰ καὶ π. καὶ ἰδιωτικά PAmh.2.33.9
(ii B.C.); π. κρίσεις ib. 30; τὰ π. accounts of revenue, OGI669.26 (Egypt, i A.D.); ἐδάφη π. lands belonging to the treasury, PRyl.73.13 (i B.C.).III προσοδικός, ὁ, tax-farmer, IPE2.432 ([place name] Tanais).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοδικός
-
12 συμβόλαιον
συμ-βόλαιον, τό, Zeichen, aus dem man etwas schließt, Anzeichen, Merkmal; bes. Handelsverkehr, Handelsgeschäft, u. die daraus entspringenden Verpflichtungen, Kontracte u. dgl.; συμβολαίου λαχεῖν τινα, jem. wegen eines Kontractes vor Gericht belangen; πρὸς τὰ ξυμβόλαια, Handelsverkehr; auch ausgeliehenes Geld; συμβολαίων ἀποστερεῖν, um geliehenes Geld betrügen; ἀπώλλυτο τῷ πατρὶ τὸ συμβόλαιον, meinem Vater war die Schuldforderung verloren, er büßte sein Darlehn ein; συμβόλαια ἰδιωτικά, Privatvertrag
См. также в других словарях:
ἰδιωτικά — ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc pl ἰδιωτικά̱ , ἰδιωτικός of fem nom/voc/acc dual ἰδιωτικά̱ , ἰδιωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτικα — ἰ̱διώτικα , ἰδιωτίζω pronounce in the local manner perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικάς — ἰδιωτικά̱ς , ἰδιωτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ИОАННА БОГОСЛОВА АПОСТОЛА МОНАСТЫРЬ НА ПАТМОСЕ — [греч. ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Πάτμου], имп., патриарший, ставропигиальный, муж., общежительный, находится в юрисдикции К польского Патриархата. Исторический очерк Мон рь ап. Иоанна Богослова на Патмосе Мон рь ап. Иоанна… … Православная энциклопедия
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek