-
1 επίσημος
η, ο [ος, ον ]1) официальный;επίσημο πρόσωπο — официальное лицо;
επίσημη δήλωση — официальное заявление;
επίσημο υφός — официальный тон;
2) торжественный, праздничный, парадный;επίσημη στιγμή (δεξίωση) — торжественный момент (приём);
επίσημον ένδυμα — парадная форма;
3) важный, авторитетный;επίσημος ξένος — почётный, гость;
4) замечательный, выдающийся, знаменитый;επίσημον γεγονός — выдающееся событие
-
2 έγγραφο(ν)
το документ; бумага; акт; письменное распоряжение, письменный приказ;δημόσια έγγραφα — государственные бумаги;
πολύτιμα έγγραφα — ценные бумаги;
ιδιωτικά έγγραφα — личные документы;
επίσημο έγγραφο(ν) — официальный документ;
πρωτότυπο έγγραφο(ν) — оригинал, подлинник;
ναυτιλιακά έγγραφα — судовые документы;
μυστικό έγγραφο(ν) — секретный документ;
δικαιολογητικό έγγραφο(ν) — оправдательный документ;
τό σύνολον των έγγραφων — документация;
τεχνικά έγγραφα — техническая документация
-
3 έγγραφο(ν)
το документ; бумага; акт; письменное распоряжение, письменный приказ;δημόσια έγγραφα — государственные бумаги;
πολύτιμα έγγραφα — ценные бумаги;
ιδιωτικά έγγραφα — личные документы;
επίσημο έγγραφο(ν) — официальный документ;
πρωτότυπο έγγραφο(ν) — оригинал, подлинник;
ναυτιλιακά έγγραφα — судовые документы;
μυστικό έγγραφο(ν) — секретный документ;
δικαιολογητικό έγγραφο(ν) — оправдательный документ;
τό σύνολον των έγγραφων — документация;
τεχνικά έγγραφα — техническая документация
-
4 πρόσωπο(ν)
τό1) лицо;ωραίο πρόσωπο(ν) — красивое лицо;
τα χαρακτηριστικά τού προσώπου черты лица;2) лицо, личность, человек, персона;νομικό πρόσωπο(ν) — юридическое лицо;
υψηλό πρόσωπ
высокопоставленная особа;ύποπτο πρόσωπο(ν) — подозрительная личность;
σπουδαίο πρόσωπο(ν) — важное лицо;
επίσημο πρόσωπο(ν) — официальное лицо;
δυό πρόσωπα — два человека, двое;
γιά δυό πρόσωπα — на двоих, на два лица;
3) лицевая сторона, фасад (здания);4) театр, действующее лицо, персонаж; роль;κύριον πρόσωπο(ν) — главное действующее лицо;
παίζω το πρόσωπο(ν) τού Οίδίποδος — играть роль Эдипа;
5) лик (святого);6) грам, лицо;§ εξαλείφω ( — или εξαφανίζω) απ' το πρόσωπο(ν) της γης — стереть с лица земли;
δεν 2χω πρόσωπο(ν) να βγω στον κόσμο — стыдиться, не решаться показываться людям на глаза;
δεν είδα θεού πρόσωπο — всё выходило мне боком;
κατά πρόσωπο(ν) — прямо в лицо;
του τα έψαλα κατά πρόσωπο(ν) — я ему сказал это прямо в лицо;
αντιμετωπίζω τον κίνδυνο κατά πρόσωπο(ν) — смотреть в лицо опасности;
ανεξάρτητα από πρόσωπα — невзирая на лица
-
5 πρόσωπο(ν)
τό1) лицо;ωραίο πρόσωπο(ν) — красивое лицо;
τα χαρακτηριστικά τού προσώπου черты лица;2) лицо, личность, человек, персона;νομικό πρόσωπο(ν) — юридическое лицо;
υψηλό πρόσωπ
высокопоставленная особа;ύποπτο πρόσωπο(ν) — подозрительная личность;
σπουδαίο πρόσωπο(ν) — важное лицо;
επίσημο πρόσωπο(ν) — официальное лицо;
δυό πρόσωπα — два человека, двое;
γιά δυό πρόσωπα — на двоих, на два лица;
3) лицевая сторона, фасад (здания);4) театр, действующее лицо, персонаж; роль;κύριον πρόσωπο(ν) — главное действующее лицо;
παίζω το πρόσωπο(ν) τού Οίδίποδος — играть роль Эдипа;
5) лик (святого);6) грам, лицо;§ εξαλείφω ( — или εξαφανίζω) απ' το πρόσωπο(ν) της γης — стереть с лица земли;
δεν 2χω πρόσωπο(ν) να βγω στον κόσμο — стыдиться, не решаться показываться людям на глаза;
δεν είδα θεού πρόσωπο — всё выходило мне боком;
κατά πρόσωπο(ν) — прямо в лицо;
του τα έψαλα κατά πρόσωπο(ν) — я ему сказал это прямо в лицо;
αντιμετωπίζω τον κίνδυνο κατά πρόσωπο(ν) — смотреть в лицо опасности;
ανεξάρτητα από πρόσωπα — невзирая на лица
См. также в других словарях:
επίσημο — το (Α ἐπίσημον) [σήμα] μικρή σημαία που υψώνεται στην πρώρα τών πολεμικών πλοίων, κν. τσαμαδούρα αρχ. 1. διακριτικό σημάδι, σύμβολο (π.χ. εθνόσημο, οικόσημο) («ἄνευ γὰρ ἐπισήμου οὔ σφι νόμος ἐστὶ ἔχειν σκῆπτρον», Ηρόδ.) 2. (για ασπίδα) διακριτικό … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… … Dictionary of Greek
επίσημος — η, ο (AM επίσημος, ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος) 1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.) 2. σπουδαίος, σημαντικός 3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
επισημοποιώ — 1. καθιστώ κάτι επίσημο, δίνω επίσημο χαρακτήρα («ήθελαν να επισημοποιείται με συνάλλαγμα η πράξις τους», Καρκαβίτσας) 2. επισφραγίζω, επιβεβαιώνω επίσημα («επισημοποίησε τον αρραβώνα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επίσημος + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
ντοκουμέντο — το 1. έγγραφο ή αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιείται ως απόδειξη ή ιστορική πηγή ή για να δώσει έγκυρες πληροφορίες για ένα γεγονός ή έναν ισχυρισμό, τεκμήριο, αποδεικτικό στοιχείο («ιστορικά ντοκουμέντα») 2. επίσημο έγγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
σεμνολόγος — ο / σεμνολόγος, ον, ΝΑ αυτός που μιλά με σεμνότητα αρχ. αυτός που μιλά με επίσημο ύφος. επίρρ... σεμνολόγως Α 1. με σεμνό λόγο 2. με επίσημο λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + λόγος*] … Dictionary of Greek