Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἰαμβικῆς

См. также в других словарях:

  • ἰαμβικῆς — ἰαμβικός of invective fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαμβίκης — ἰ̱αμβίκης , ἰαμβίζω assail in iambics plup ind act 2nd sg (homeric doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • ιαμβικός — ή, ό (Α ἰαμβικός, ή, όν) [ίαμβος] 1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ιάμβους 2. φρ. (ελλ. μουσ.) «ιαμβικό γένος» ένα από τα ρυθμικά γένη τής ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από …   Dictionary of Greek

  • ραψωδός — Κατά την ελληνική αρχαιότητα επαγγελματίας ο οποίος απήγγελλε επικά ποιήματα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το όνομα αοιδός, το οποίο διατηρήθηκε για αιώνες· μόνο από τον 5o αι. π.X. χρησιμοποιήθηκε ο όρος ρ., που θεωρήθηκε κατόπιν από τους σύγχρονους… …   Dictionary of Greek

  • σάτιρα — Λογοτεχνικό είδος που έχει σκοπό να υπογραμμίσει και να καυτηριάσει, με στοιχεία κυρίως κωμικά και παραμορφωτικά αλλά συχνά και τραγικά τα ανθρώπινα ελαττώματα και ατέλειες και επομένως να διορθώσει τα ήθη. Είναι δύσκολο να αναπλάσουμε την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»