-
1 ιαμβικής
-
2 ἰαμβικῆς
-
3 ιαμβίκης
-
4 ἰαμβίκης
-
5 ἀφίημι
A , etc., [ per.] 3sg. ἀφίησι, also ἀφίει, [dialect] Ion.ἀπίει Hdt.2.96
, [ per.] 1pl. ; imper. : [tense] impf. ἀφίειν, with double augm. ; [ per.] 3sg.ἀφίει Il. 1.25
, IG22.777.15, D.6.20, [dialect] Ion.ἀπίει Hdt.4.157
,ἠφίει Th.2.49
, Pl. Ly. 222b,ἤφιε Ev.Marc.11.16
; [ per.] 2pl.ἀφίετε D.23.188
; [ per.] 3pl. ἀφίεσαν E.Heracl. 821, Th.2.76, D.21.79, etc.,ἠφίεσαν X.HG4.6.11
,ἠφίουν Is. 6.40
(dub.): [tense] fut.ἀφήσω Il.2.263
, etc., [dialect] Ion.ἀπ- Hdt.7.193
: [tense] pf.ἀφεῖκα X.An.2.3.13
, D.56.26: [tense] aor. I ἀφῆκα, [dialect] Ion.ἀπ-, [dialect] Ep.ἀφέηκα, used in ind. only, Il.23.841, etc.: [tense] aor. 2 ind. only in dual and pl., ἀφέτην, ἀφεῖμεν, ἀφεῖτε or ἄφετε, ἀφεῖσαν or ἄφεσαν; imper. ἄφες, subj. ἀφῶ, opt. αφείην ([ per.] 2pl.ἀφεῖτε Th.1.139
), inf. ἀφεῖναι, part. ἀφείς:—[voice] Med., ἀφίεμαι, [dialect] Ion. ἀπίεμαι, Hdt.3.101, Th.2.60, etc.: [tense] impf.[ per.] 3sg.ἀφίετο Od.23.240
, D.25.47: [tense] fut. : [tense] aor. 2ἀφείμην X.Hier.7.11
; imper. ἀφοῦ, ἄφεσθε, S.OT 1521, Ar.Ec. 509; inf.- έσθαι Isoc.6.83
, part. ; Arc.inf.(Tegea, iv B. C.):—[voice] Pass., [tense] pf. , Pl.Lg. 635a; inf. (Milet., iii/ii B. C.): [tense] plpf. [ per.] 2sg. : rarer [tense] pf. [ per.] 3pl.ἀφέωνται Ev.Jo.20.23
, imper.ἀφεώσθω IG5(2).6.14
: [tense] aor. ,ἀφέθην Batr.87
, [dialect] Ion.ἀπείθην Hdt.6.112
; later [dialect] Aeol. inf.ἀφέθην Milet.3
No.152.34 (ii B. C.): [tense] fut.ἀφεθήσομαι Pl.R. 472a
, etc. [[pron. full] ῐ mostly in [dialect] Ep. (except in augm. tenses): [pron. full] ῑ always in [dialect] Att. Hom. also has ἀφῑετε, metri gr., Od.7.126]:—send forth, discharge, of missiles, ἔγχος, δίσκον ἀφῆκεν, Il.10.372, 23.432;ἀφῆκ' ἀργῆτα κεραυνόν 8.133
;ἀπῆκε βέλος Hdt.9.18
, etc.: hence in various senses, ἀ. ἑαυτὸν ἐπί τι throw oneself upon, give oneself up to it, Pl.R. 373d;ἀ. αὑτὸν εἰς τὴν πολιτείαν Plu.Alc.13
; ἀ. γλῶσσαν let loose one's tongue, make utterance, Hdt.2.15, E.Hipp. 991; ἀ. φθογγήν ib. 418; ;φωνάς D.18.218
;γόους E.El.59
(v. infr. 11.2);ἀρὰς ἀφῆκας παιδί Id.Hipp. 1324
; ἀ. θυμὸν ἔς τινας give vent to.. (v. infr. 11.2), S.Ant. 1088; ὀργὴν εἴς τινα vent upon.., D.22.58; ἀ. δάκρυα shed tears, Aeschin.3.153; ἀ. παντοδαπὰ χρώματα change colour in all ways, Pl.Ly. 222b; freq.of liquids, etc., emit, ἀ. τὸ ὑγρόν, τὸν θολόν, τὸ σπέρμα, etc., Arist.HA 487a18, 524a12, 489a9; ἀ. τὸ ᾠόν, τὸ κύημα, ib. 568b30, a22; of plants, putting forth,Od.
7.126, cf. Thphr.HP7.7.3; of a spider,ἀ. ἀράχνιον Arist.HA 555b5
;ἱδρῶτα Plu.Mar.26
; put forth, produce,καρπόν Thphr.HP3.4.5
; φύλλον ib. 6.5.1 (but ἀ. σπέρμα leave issue, Ev.Marc.12.22):—[voice] Pass., to be emitted, Il.4.77 (tm.); of troops, to be let go, launched against the enemy, Hdt.6.112.3 give up or hand over to,τὴν Ἰωνίην τοῖσι βαρβάροισι Hdt.9.106
;ἐχθροῖς αἶαν A.Th. 306
;ἀ. τινὰ δημόσια εἶναι Th.2.13
:—[voice] Pass.,ἡ Ἀττικὴ ἀπεῖτο ἤδη Hdt.8.49
.II send away,1 of persons,κακῶς ἀφίει Il.1.25
;αὐτὸν δὲ κλαίοντα.. ἀφήσω 2.263
.b let go, loose, set free,ζωόν τινα ἀ. 20.464
; let loose,βοῦς Hdt.4.69
;περιστεράς Alex.62.3
;ἀ. Αἴγιναν αὐτόνομον Th.1.139
; ἀ. ἐλεύθερον, ἀζήμιον, Pl.R. 591a, Lg. 765c;τινὰς ἀφορολογήτους Plb.18.46.5
;ἀφέντ' ἐᾶν τινα S.Aj. 754
, cf. E.Fr. 463; ἐς οἴκους, ἐκ γῆς, S.OT 320, E.IT 739: c. acc. pers. et gen. rei, release from a thing,ἀποικίης Hdt.4.157
: in legal sense, acquit of a charge or engagement,φόνου τινα D.37.59
(abs., ἐὰν αἰδέσηται καὶ ἀφῇ ibid.);συναλλαγμάτων Id.33.12
: c. acc. only, acquit, Antipho 2.1.2, etc. (v. infr. 2 c):—[voice] Pass.,κινδύνου ἀφιέμενοι Th.4.106
; τοὺς γέροντας τοὺς ἀφειμένους released from duty, Arist.Pol. 1275a15;ἐγκλημάτων ἀφεῖσο Men.Epit. 572
.c let go, dissolve, disband, of an army or fleet, Hdt.1.77, etc.; dismiss, δικαστήρια (opp. λύειν ἐκκλησίαν) Ar.V. 595.d put away, divorce,γυναῖκα Hdt.5.39
; ἀ. γάμους break off a marriage, E.Andr. 973; ἀ. τὸν υἱόν disown him, Arist.EN 1163b22 (but with metaph. from releasing a debtor).2 of things, get rid of,ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν Il. 11.642
; ἀφίει μένος [ἔγχεος] slackened its force, 13.444; ἀ. ὀργήν put away wrath (v. supr. 1.1), A.Pr. 317;ὀργήν τινι Arr.An.1.10.6
; γόους (v. supr. 1.1) E.Or. 1022;νόσημα Hp.Prorrh.2.39
; ἀ. πνεῦμα, ψυχήν, give up the ghost, E.Hec. 571, Or. 1171: in Prose, give up, leave off,μόχθον Hdt.1.206
; ξυμμαχίαν, σπονδάς, Th.5.78, 115, etc.:—[voice] Med.,ἀ. τὸ προλέγειν D.S.19.1
.b ἀ. πλοῖον ἐς .. loose ship for a place, Hdt.5.42.c in legal sense (v. supr. Ib), c. dat. pers. et acc. rei, ἀ. τινὶ αἰτίην remit him a charge, Id.6.30;τὰς ἁμαρτάδας Id.8.140
.β', cf.Ev.Matt.6.12, al.;τὰς δίκας.. ἀφίεσαν τοῖς ἐπιτρόποις D.21.79
;ἀ. τινὶ εἰς ἐλευθερίαν χιλίας δραχμάς Id.59.30
, cf.IG22.43A27; ἀ. πληγάς τινι excuse him a flogging, Ar.Nu. 1426; ἀ. ὅρκον Jusj. in Lexap.And.1.98;φόρον Plb.21.24.8
([voice] Pass.);δάνειόν τινι Ev.Matt.18.27
.III leave alone, pass by, Hdt.3.95, etc.; neglect, τὰ θεῖα S.OC 1537;τὸν καιρόν D.1.8
;λέκτρων εὐνάς A.Pers. 544
: folld. by a predicate, ἀφύλακτον ἀ. τὴν ἑωυτῶν leave unguarded, Hdt.8.70; ἄτιμον, ἔρημον ἀ. τινά, S.OC 1279, Ant. 887;ἀ. τινὰς ὀρφανούς Ev.Jo. 14.18
;ἀ. τι ἀόριστον Arist.Pol. 1265a39
; leave,περὶ κινήσεως, ὅθεν ὑπάρχει, τοῖς ἄλλοις ἀφεῖσαν Id.Metaph. 985b20
, cf. 987b14:—[voice] Pass., esp. in [tense] pf. imper., missum fiat,Id.
EN 1166a34, cf. Pol. 1286a5, 1289b12.2 c. acc. et inf., ἀ. τὸ πλοῖον φέρεσθαι let the boat be carried away, Hdt.1.194;μὴ ἀφεῖναί με ἐπὶ ξένης ἀδιαφορηθῆναι PLond.2.144.14
(i A. D.).IV c. acc. pers. et inf., suffer, permit one to do a thing,ἀ. τινὰ ἀποπλέειν Hdt.3.25
, cf. 6.62, al., etc.: with inf. understood, ἡνίκα προῖκ' ἀφιᾶσιν (sc. θεᾶσθαι)οἱ θεατρῶναι Thphr.Char.30.6
: c. subj.,ἄφες ἐκβάλω Ev.Matt.7.4
, cf. Arr.Epict.1.9.15;ἄφες ἐγὼ θρηνήσω POxy.413.184
(i A. D.); ἄφες ἵνα .. Arr.Epict.4.13.19; οὐκ ἤφιεν ἵνα .. Ev.Marc.11.16:—[voice] Pass.,ἀφείθη σχολάζειν Arist.Metaph. 981b24
.V seemingly intr. (sc. στρατόν, ναῦς, etc.), break up, march, sail, etc., Hdt.7.193;ἀ. ἐς τὸ πέλαγος Th.7.19
; cf. 11.2b.2 c. inf., give up doing,ἀφεὶς σκοπεῖν τὰ δίκαια Diph.94
.B [voice] Med., send forth from oneself, much like [voice] Act.;θορήν Hdt.3.101
.2 loose something of one's own from, δειρῆς δ' οὔ πω.. ἀφίετο πήχεε λευκώ she loosed not her arms from off my neck, Od.23.240.3 freq. in [dialect] Att. c. gen. only, τέκνων ἀφοῦ let go of the children ! S. OT 1521;τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀ. Th.2.60
; , Aeschin.1.178;μὴ ἀφίεσο τοῦ Θεαιτήτου, ἀλλ' ἐρώτα Pl.Tht. 146b
, etc.;ἀφεῖσθαι τοῦ δικαίου τούτου D.37.1
;ἀφέμενος τῆς ἰαμβικῆς ἰδέας Arist.Po. 1449b8
.
См. также в других словарях:
ἰαμβικῆς — ἰαμβικός of invective fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβίκης — ἰ̱αμβίκης , ἰαμβίζω assail in iambics plup ind act 2nd sg (homeric doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
ιαμβικός — ή, ό (Α ἰαμβικός, ή, όν) [ίαμβος] 1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ιάμβους 2. φρ. (ελλ. μουσ.) «ιαμβικό γένος» ένα από τα ρυθμικά γένη τής ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από … Dictionary of Greek
ραψωδός — Κατά την ελληνική αρχαιότητα επαγγελματίας ο οποίος απήγγελλε επικά ποιήματα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το όνομα αοιδός, το οποίο διατηρήθηκε για αιώνες· μόνο από τον 5o αι. π.X. χρησιμοποιήθηκε ο όρος ρ., που θεωρήθηκε κατόπιν από τους σύγχρονους… … Dictionary of Greek
σάτιρα — Λογοτεχνικό είδος που έχει σκοπό να υπογραμμίσει και να καυτηριάσει, με στοιχεία κυρίως κωμικά και παραμορφωτικά αλλά συχνά και τραγικά τα ανθρώπινα ελαττώματα και ατέλειες και επομένως να διορθώσει τα ήθη. Είναι δύσκολο να αναπλάσουμε την… … Dictionary of Greek