-
1 Ηρακλεια
Iион. Ἡρακλείη ἥ Гераклея1) Ἡ. ἥ ἐν Τραχίναις или ἐν Τραχῖνι, город в южн. Фессалии Thuc., Xen., Polyb., Diod.2) Ἡ. Σιντική, город во Фракии, на римск. Стримон Diod.3) Ἡ. Μινώα, город на южн. побережье Сицилии, между Акрагантом и Селином Her., Polyb., Diod.4) Ἡ. Λάτμου или ἥ ὑπὸ Λάτμῳ, город в Ионии, к юго-вост. от Милета5) Ἡ. Λύγκηστις, город в Македонии, административный центр одной из 4-х областей, на которые римляне разделили эту страну Polyb.6) Ἡ. ἥ Ποντική, также Πόντου или ἐν Πόντῳ, город в Вифинии, на побережье Понта Эвксинского, родина Гераклида Понтийского Thuc., Xen., Arst., Polyb.II -
2 Ηρακλειος
-
3 Ηρακλειη
-
4 λιθος
1) камень(ξεστός Hom.; ἐκ λίθων ἐκλάμπει πῦρ Arst.)
ἐν παντὴ σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ погов. Soph. — за каждым камнем таится скорпион;εἰς πέτρας τε καὴ λίθους σπείρειν погов. Plat. — сеять на скалах и камнях;λίθον ἕψειν погов. Arph. — варить камень;λ. προσκόμματος - см. πρόσκομμα;λ. ἀκρογωνιαῖος - см. ἀκρογωνιαῖος2) каменная глыба ( служившая общественной трибуной), трибуна(τοῦ κήρυκος Plut.)
τῷ λίθῳ προσστῆναι Arph. — предстать перед (судейской) трибуной3) (тж. λευκὸς λ. Her., λ. Πάριος Pind., Her., Arst. и Παρία Theocr., Luc., κογχυλιάτης Xen.) мрамор Her. etc.5) пробный камень(λ., ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν Plat.)
6) горный хрустальἡ λ. ἥ διαφανής, ἀφ΄ ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι Arph. — прозрачный хрусталь, которым зажигают огонь, т.е. зажигательное стекло
7) игральный камешек Theocr.8) мед. мочевой камень Arst.9) (тж. λ. τίμιος NT.) драгоценный каменьσμάραγδος λ. Her. - см. σμάραγδος
10) надгробный камень Anth.11) pl. каменистая местность Xen.12) каменная скрижаль -
5 Μινωα
ион. Μινῴη - ας ἥ Миноя1) город на юго-зап. побережье Сицилии, впосл. Ἡράκλεια Μ. Her., Plut.2) остров впереди порта Нисея в Мегариде Thuc., Plut. -
6 Τραχις
-
7 ηράκλειος
-
8 λίθος
ο 1. камень (тж. мед.);λίθος πειραϊκός — туф;
λίθαργός — каменная глыба;
(πολύτιμος) λίθ — драгоценный камень;
θεμέλιος λίθος — фундаментный камень;
ακρογωνιαίος λίθος прям., перен. — краеугольный камень;
§ δεν έμεινε λίθος επί λίθου — камня на камне не оставил;
κινώ πάντα λίθον — пускать в ход все средства;
2. (η):ηρακλεία λίθος — магнит;
λίθος καυστική — едкий калий;
λίθος κυανούς — медный купорос;
λίθος της κολάσεως — ляпис;
φιλοσοφική λίθος — философский камень;
λυδία λίθος — пробный камень
См. также в других словарях:
Ἡρακλεία — Ἡρακλείᾱ , Ἡράκλειος of Heracles fem nom/voc/acc dual Ἡρακλείᾱ , Ἡράκλειος of Heracles fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἡρακλείᾱ , Ἡρακλεία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείᾳ — Ἡρακλείᾱͅ , Ἡράκλειος of Heracles fem dat sg (attic doric aeolic) Ἡρακλείᾱͅ , Ἡρακλεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηράκλεια — I Γιορτή που τελούσαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας προς τιμήν του Ηρακλή. Στην Αττική, γνωστά ήταν τα Η. του Μαραθώνα και του Κυνοσάργους. Τα πρώτα γίνονταν κάθε πέντε χρόνια και το βραβείο ήταν μία ασημένια φιάλη. Σημαντικότερα όμως ήταν τα Η. της… … Dictionary of Greek
Ηράκλεια — Sp Irãklija Ap Ηράκλεια/Irakleia L s. ir g tė Kikladų ss., mst. Š. Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ἡράκλεια — Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc pl Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc pl Ἡρακλεία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Ηράκλεια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) του νομού Χαλκιδικής … Dictionary of Greek
Ἡρακλείας — Ἡρακλείᾱς , Ἡράκλειος of Heracles fem acc pl Ἡρακλείᾱς , Ἡράκλειος of Heracles fem gen sg (attic doric aeolic) Ἡρακλείᾱς , Ἡρακλεία fem acc pl Ἡρακλείᾱς , Ἡρακλεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡράκλει' — Ἡράκλεια , Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc pl Ἡράκλεια , Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc pl Ἡράκλειε , Ἡράκλειος of Heracles masc voc sg Ἡράκλειε , Ἡράκλειος of Heracles masc/fem voc sg Ἡράκλειαι , Ἡράκλειος of Heracles fem nom/voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείαι — Ἡρακλείᾱͅ , Ἡράκλειος of Heracles fem dat sg (attic doric aeolic) Ἡρακλείᾱͅ , Ἡρακλεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γρηγοράς, Νικηφόρος — (Ηράκλεια Πόντου 1296 – Κωνσταντινούπολη 1360).Φιλόσοφος, ιστορικός και αστρονόμος. Προικισμένος με εξαιρετική ευφυΐα, ο Γ. κέρδισε τη συμπάθεια και την υποστήριξη του δασκάλου του Θεοδώρου Μετοχίτη, μεγάλου λογοθέτη και σοφού μαθηματικού, ο… … Dictionary of Greek
Καφτατζής, Γιώργος — (Ηράκλεια Σερρών 1923 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στις Σέρρες. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση (περίοδος 1941 44), κατά τη διάρκεια της… … Dictionary of Greek