Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ξεστός

См. также в других словарях:

  • ξεστός — hewn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ξεστά — ξεστός hewn neut nom/voc/acc pl ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc/acc dual ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστόν — ξεστός hewn masc acc sg ξεστός hewn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσταῖς — ξεστός hewn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσταί — ξεστός hewn fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοῖο — ξεστός hewn masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοῖς — ξεστός hewn masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοῖσι — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοῖσιν — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοί — ξεστός hewn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»