-
1 ξεστος
31) выстроганный, выглаженный, выскобленный, гладкий(τράπεζα, ἐλάτη, δίφρος Hom.)
2) (обтесанный, полированный(λίθοι Hom., Her.; μνῆμα Plut.); 3) построенный из тесаного камня (αἴθουσαι Hom.; ἀγυιαί, τύμβος Eur.)
-
2 ξεστός
η, ό[ν] см. ξυστός -
3 αξεστος
-
4 ευξεστος
эп. ἐΰξεστος 2 и 31) хорошо выскобленный, выструганный(ἀπήνη, χηλός Hom.)
2) тщательно отполированный -
5 λιθος
1) камень(ξεστός Hom.; ἐκ λίθων ἐκλάμπει πῦρ Arst.)
ἐν παντὴ σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ погов. Soph. — за каждым камнем таится скорпион;εἰς πέτρας τε καὴ λίθους σπείρειν погов. Plat. — сеять на скалах и камнях;λίθον ἕψειν погов. Arph. — варить камень;λ. προσκόμματος - см. πρόσκομμα;λ. ἀκρογωνιαῖος - см. ἀκρογωνιαῖος2) каменная глыба ( служившая общественной трибуной), трибуна(τοῦ κήρυκος Plut.)
τῷ λίθῳ προσστῆναι Arph. — предстать перед (судейской) трибуной3) (тж. λευκὸς λ. Her., λ. Πάριος Pind., Her., Arst. и Παρία Theocr., Luc., κογχυλιάτης Xen.) мрамор Her. etc.5) пробный камень(λ., ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν Plat.)
6) горный хрустальἡ λ. ἥ διαφανής, ἀφ΄ ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι Arph. — прозрачный хрусталь, которым зажигают огонь, т.е. зажигательное стекло
7) игральный камешек Theocr.8) мед. мочевой камень Arst.9) (тж. λ. τίμιος NT.) драгоценный каменьσμάραγδος λ. Her. - см. σμάραγδος
10) надгробный камень Anth.11) pl. каменистая местность Xen.12) каменная скрижаль -
6 ξεω
(aor. ἔξεσα - эп. ξέσσα; pass.: aor. ἐξέσθην, pf. ἔξεσμαι; adj. verb. ξεστός)1) строгать, обтачивать, обтесывать(λέχος, οὐδὸν δρύϊνον Hom.)
2) лощить(στήμων ἐξεσμένος Arph.)
-
7 περιξεστος
-
8 πολυξεστος
-
9 τυμβος
Iὅ1) могильный курган Hom., Her., Trag.2) могила Pind., Aesch.3) могильный камень, надгробная плита(τ. ξεστός Eur.)
4) презр. дохлятина Arph.IIadj. m близкий к могиле, дряхлый(γέρων Eur.)
См. также в других словарях:
ξεστός — hewn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ξεστά — ξεστός hewn neut nom/voc/acc pl ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc/acc dual ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστόν — ξεστός hewn masc acc sg ξεστός hewn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεσταῖς — ξεστός hewn fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεσταί — ξεστός hewn fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοῖο — ξεστός hewn masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοῖς — ξεστός hewn masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοῖσι — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοῖσιν — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστοί — ξεστός hewn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)