-
1 Ηρακλειος
-
2 ηράκλειος
-
3 Ηρακληιος
См. также в других словарях:
Ἡράκλειος — of Heracles masc nom sg Ἡράκλειος of Heracles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek
ηράκλειος — α, ο αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του Ηρακλή, τεράστιος, υπερφυσικός: Ηράκλεια δύναμη. – Ηράκλειος άθλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηράκλειος — ο κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἡρακλείως — Ἡράκλειος of Heracles adverbial Ἡράκλειος of Heracles masc acc pl (doric) Ἡράκλειος of Heracles adverbial Ἡράκλειος of Heracles masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡράκλειον — Ἡράκλειος of Heracles masc acc sg Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc sg Ἡράκλειος of Heracles masc/fem acc sg Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείων — Ἡράκλειος of Heracles fem gen pl Ἡράκλειος of Heracles masc/neut gen pl Ἡράκλειος of Heracles masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείοις — Ἡράκλειος of Heracles masc/neut dat pl Ἡράκλειος of Heracles masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείου — Ἡράκλειος of Heracles masc/neut gen sg Ἡράκλειος of Heracles masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείους — Ἡράκλειος of Heracles masc acc pl Ἡράκλειος of Heracles masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείῳ — Ἡράκλειος of Heracles masc/neut dat sg Ἡράκλειος of Heracles masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)