Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἡλιαῖα

См. также в других словарях:

  • ἡλιαία — ἡλιαίᾱ , ἡλιαία public place fem nom/voc/acc dual ἡλιαίᾱ , ἡλιαία public place fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιαίᾳ — ἡλιαίᾱͅ , ἡλιαία public place fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …   Dictionary of Greek

  • ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …   Dictionary of Greek

  • ἡλιαίας — ἡλιαίᾱς , ἡλιαία public place fem acc pl ἡλιαίᾱς , ἡλιαία public place fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Гелиэя — (ήλιαία) афинский суд присяжных, учрежденный Солоном (в VI в. до Р. Х.). В нем, по мысли законодателя, могли принимать участие в качестве судей все граждане не моложе 30 лет; в действительности, однако, теты (четвертый, беднейший класс населения) …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἡλιαίαν — ἡλιαίᾱν , ἡλιαία public place fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕЛИЕЯ —    • Ήλιαία,          η̉λιαστής, η̉λιάζεσθαι, примыкающая, по всей вероятности, к площади, была самым большим афинским судилищем (первоначально название это обозначало вообще собрание, как и слово ε̉κκλησία), по имени которого и коллегия судей… …   Реальный словарь классических древностей

  • αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… …   Dictionary of Greek

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»