Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἡλιαίας

См. также в других словарях:

  • ἡλιαίας — ἡλιαίᾱς , ἡλιαία public place fem acc pl ἡλιαίᾱς , ἡλιαία public place fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιληλιαστής — ὁ, Α 1. αυτός που τού αρέσει να παρευρίσκεται σε δίκες τού δικαστηρίου τής Ηλιαίας 2. (κατ επέκτ.) φιλόδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἡλιαστής «δικαστής τού δικαστηρίου τής Ηλιαίας»] …   Dictionary of Greek

  • Ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …   Dictionary of Greek

  • απηλιαστής — ἀπηλιαστής, ο (Α) (κωμική λέξη του Αριστοφάνη με διπλή σημασία) α) αυτός που δεν παίρνει μέρος στις συνεδριάσεις της Ηλιαίας, εχθρός του νόμου β) (από λογοπαίγνιο με τη λ. ήλιος) αυτός που δεν του αρέσει να εκτίθεται στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την α… …   Dictionary of Greek

  • ηλιάζομαι — ἡλιάζομαι (Α) [Ηλιαία] είμαι μέλος τού δικαστηρίου τής Ηλιαίας, είμαι ηλιαστής …   Dictionary of Greek

  • ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …   Dictionary of Greek

  • ηλιαστής — ἡλιαστής, ὁ (Α) [ηλιάζομαι] 1. δικαστής που αποτελούσε μέλος τού δικαστηρίου τής ηλιαίας 2. (γλώσσ.) γναφέας*, λευκαντής μαλλιών ή μάλλινων υφασμάτων …   Dictionary of Greek

  • ηλιαστικός — ἡλιαστικὸς, ή, όν (Α) [ηλιαστής] αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῡ γέροντος» δικαστή, μέλους τής ηλιαίας, Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… …   Dictionary of Greek

  • καταχειροτονία — Προδικαστική απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχαία Αθήνα. Με την απόφαση αυτή γινόταν δεκτή η παραπομπή ενός πολίτη, κατηγορούμενου για αδίκημα κατά της πολιτείας, σε τακτικό δικαστήριο (Ηλιαίας ή Βουλής). Αδικήματα όπως ανατροπή του… …   Dictionary of Greek

  • Αγρύλης, δήμος — Αρχαίος δήμος της Αττικής, στα νότια της Αθήνας. Χωριζόταν, σύμφωνα με επιγραφές, στον υπένερθεν, κοντά στον Υμηττό, και στον καθύπερθεν, στην αριστερή όχθη του Ιλισού. Ο δ.Α. ανήκε στην Ερεχθηίδα φυλή. Περιλάμβανε τον Αρδηττό, το ύψωμα όπου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»