Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἧχον

См. также в других словарях:

  • ἦχον — ἦχος sound masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nenano — Phthora Nenano (gr. φθορά νενανῶ, also νενανὼ) is the name of one of the two extra modes in the Byzantine Octoechos an eight mode system, which was created by a reform of the Monastery Agios Sabas, near Jerusalem, during the seventh century.… …   Wikipedia

  • ειρμολόγιο — Λειτουργικό βιβλίο του βυζαντινού λειτουργικού τύπου που περιέχει τους ειρμούς, δηλαδή εκείνα τα τροπάρια τα οποία είναι εμπνευσμένα από τις εννέα βιβλικές ωδές και παρεμβάλλονται σε αυτές ως στιχηρά. Στο πλαίσιο της βυζαντινής μουσικής παράδοσης …   Dictionary of Greek

  • гласьныи — (4*) пр. к гласъ. 1.В 1 знач.: вѣры мнитьсѩ разли(ч)ѥ. гл(с)ное худословье. (περὶ τὸν ᾗχον) ГБ XIV, 191в. 2. Во 2 знач.: тако и д҃ша ѥгда много хощеть бесѣдовати. аще и всегда добро гл=ѥть. то свою памѩть гла(с)ными враты разгѹблѩѥть. СбТр… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Карникс — лат. Carnyx …   Википедия

  • MUSSARE — a boum voce μύ μύ, proprie de hoc animali. Virg. l. 12. Arn. v. 718. Mussantque iuvencae. Indead homines translatum, qui cum occulte et depressâ voce loquuntur, quod celatum velint, mussare dici coeperunt, Noniô teste. Varro vero a Mutorum sono… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OCHIM — Hebr. Gap desc: Hebrew Esaiae c. 13. v. 22. Et recubabunt ibi feles et replebuntur domus eorum Ochim: plerisque animal est. Bocharto clamores, rugitus, ferarum ululatus, quibus deserta personatn. Certe Hebraeis Gap desc: Hebrew, et Gap desc:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επικλώ — ἐπικλῶ, άω (AM) παθ. ἐπικλῶμαι, άομαι συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.) μσν. παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι αρχ. 1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω 2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» έχω κάτι λυγισμένο… …   Dictionary of Greek

  • επιλαμπρύνω — ἐπιλαμπρύνω (Α) [λαμπρός] 1. κάνω λαμπρό, στολίζω κάτι 2. διευκρινίζω, διασαφίζω («οὐκ ἐπιλαμπρυνόντων τῶν χειλέων τὸν ἧχον», Διον. Αλ.) 3. (για φωνή) καθιστώ τη φωνή πιο δυνατή («oἱ βάτραχοι προσδοκῶντες ὄμβρον, ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνήν»,… …   Dictionary of Greek

  • μυγμός — μυγμός, ὁ (Α) 1. (γενικά) ήχος που παράγεται από τη μύτη με κλειστό το στόμα, μούγκρισμα, βογγητό 2. (ειδικά) ο ήχος που παράγει το ψάρι γλάνις («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῑ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»