-
1 λιγυ
-
2 λιγύ
λιγύςclear: masc voc sgλιγύςclear: neut nom /voc /acc sg -
3 λιγυ-πτερό-φωνος
λιγυ-πτερό-φωνος, hell mit den Flügeln tönend, schwirrend, Orac. Sib.
-
4 λιγυ-πτέρυγος
λιγυ-πτέρυγος, mit den Flügeln hell schwirrend, von der Cikade, ἀκρίς, Mel. 112 (VII, 195).
-
5 λιγυ-πνείων
λιγυ-πνείων, οντος, laut wehend, sausend, ἀῆται, Od. 4, 567.
-
6 λιγυ-φωνέω
λιγυ-φωνέω, hell, laut tönen, rufen, Schol. Theocr. 8, 30, Erkl. von ἰύζειν.
-
7 λιγυ-ηχής
-
8 λιγυ-άοιδος
λιγυ-άοιδος, hell singend, Arcad. p. 86, 23.
-
9 λιγύ-πνοιος
λιγύ-πνοιος, = Vorigem, ἄνεμοι, H. h. Apoll. 28. S. das Folgde.
-
10 λιγύ-πνοος
λιγύ-πνοος, laut wehend, pfeifend, ἡ λιγύπνους ἀκρίς, Epigr. Zeitschr. für A. W. 1844, p. 1008; νομός, lustig, Coluth. 309.
-
11 λιγύ-φωνος
λιγύ-φωνος, = λιγύφϑογγος; ἅρπη, Il. 19, 350; ἑταίρη, die Cither, H. h. Merc. 475; Ἑσπερίδες, Hes. Th. 275. 518; ἀηδών, Theocr. 12, 7; D. Per. 529; Apollo, Nonn. D. 11, 112.
-
12 λιγύ-φθογγος
-
13 λιγύ-κροτος
λιγύ-κροτος, laut rauschend, lärmend, Suid.
-
14 λιγύ-μοχθος
λιγύ-μοχθος, sich mit hellem Gesange abmühend, ἀηδών, Ar. Av. 1381, v. l. λιγύμῡϑος.
-
15 λιγύ-μολπος
λιγύ-μολπος, hell, laut singend, Νύμφαι, H. h. 18, 19.
-
16 λιγύ-θροος
-
17 λιγύ-θῡμος
λιγύ-θῡμος, Lesart des cod. Vat. für λιγύμυϑος, Ep. ad. 690 (VII, 343).
-
18 λιγύ-μῡθος
λιγύ-μῡθος, hell, laut redend, v. l. für λιγύμοχϑος u. λιγύϑυμος.
-
19 λιγυηχής
A clear-sounding,κιθάρη AP9.308
([place name] Bianor);Μοῦσαι Ath.Mitt.27.339
; dub. in B.Scol.Oxy.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγυηχής
-
20 λιγύπνοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγύπνοος
См. также в других словарях:
λιγύ — λιγύς clear masc voc sg λιγύς clear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίγυς — Λίγῡς , Λίγυς bastard lovage fem acc pl Λίγυς bastard lovage fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγύς — εία, ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», Πλάτ.) 2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης … Dictionary of Greek
καλλιστόκροτος — καλλιστόκροτος, ον (Μ) αυτός που ηχεί κάλλιστα, αυτός που βγάζει ευχάριστο κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιστος + κρότος (< κρότος), πρβλ. λιγύ κροτος, υψί κροτος] … Dictionary of Greek
οξύμολπος — ὀξύμολπος, ον (Α) αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μολπος (< μέλπω, ομαι «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύ μολπος] … Dictionary of Greek
πολύκροτος — η, ο / πολύκροτος, ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό 2. αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, περιβόητος, διαβόητος (α. «πολύκροτη δίκη» β. «πολύκροτο σκάνδαλο») 3. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
πολύμολπος — ον, Α πολυμελπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μολπος (< μέλπω «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύ μολπος] … Dictionary of Greek
υγρόφθογγος — ον, Α (για λαγήνι με στενό λαιμό) αυτός που παράγει ήχο κατά τη ροή τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ φθογγος, λιγύ φθογγος] … Dictionary of Greek