-
1 ήσυχ'
ἥσυχα, ἥσυχαindeclform (adverb)ἥσυχα, ἥσυχοςquiet: neut nom /voc /acc plἥσυχε, ἥσυχοςquiet: masc /fem voc sg -
2 ἥσυχ'
ἥσυχα, ἥσυχαindeclform (adverb)ἥσυχα, ἥσυχοςquiet: neut nom /voc /acc plἥσυχε, ἥσυχοςquiet: masc /fem voc sg -
3 ἡσυχαίτερος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχαίτερος
-
4 ἡσυχῇ
A stilly, quietly, softly, gently, Pi.P.11.55, etc.;ἡ. κατακεῖσθαι Ar.Pl. 692
;μετέρχεσθαί τινα E.Hipp. 444
; ἔχ' ἡ. keep quiet! Pl.Hp.Ma. 298c; ἡ. ἔχειν τὴν οὐράν to keep it still, X. Cyn.3.4;ἡ. γελάσαι Pl.Phd. 115c
; κοσμίως πάντα πράττειν καὶ ἡ. Id.Chrm. 159b, etc.; ἡ. ἀναμιμνήσκεσθαι to recollect quietly, at one's ease, Aeschin.2.35;εὐσεβεῖν E.Fr. 286.9
.2 by stealth, secretly, Plu.Alc.24, Th.8.69, Plot.2.9.18.3 to some extent, Men.Her.20; slightly, φύλλον περικεχαραγμένον ἡ. Thphr.HP3.14.1;βηχίον ἡ. ξηρόν Hp.Epid.4.27
;ὀξύς Theoc. 14.10
(prob. l.);ὑπόσιμος PCair.Zen.76.11
(iii B.C.);μακροπρόσωπος PStrassb.87.11
(ii B.C.);ἐνερευθές Dsc.3.131
;τοῦ αὐχένος εἰς εὐώνυμον ἡ. κεκλιμένου Plu.Alex.4
;γρυπός Ael.NA3.28
. -
5 ἥσυχος
A quiet,ἥ. ἀνστρέφεται Hes.Th. 763
;ἥσυχοι ἔργ' ἐνέμοντο Id.Op. 119
; ἥ... ὁδὸν ἔρχεο go thy way in peace, Thgn.331;ἥ. καθεύδειν Anacr.88
; ἥ. θακεῖν, θάσσειν, S.Aj. 325, E.Hec.35;ἥσυχοι ἔστε Hdt.7.13
, cf. 1.88; ἔχ' ἥσυχος keep quiet, keep still, Id.8.65, E.Med. 550; μέν' ἥ. Ar.Av. 1199, Th. 925;γίγνεσθε E.Cyc.94
, cf. Ba. 1362;κατεθεᾶτο X.Cyr.5.3.55
;ἡσύχῳ ποδὶ χωρεῖν E.Or.[ 136]
; ἡσύχῳ φρενῶν βάσει, i. e. in thought, A.Ch. 452; ἐν ἡσύχῳ quietly, S.OC82; ἥ. δορί inactive with it, E.Fr. 998; τὸ ἥ. τῆς εἰρήνης, v.l. for ἡσύχιον, Th.1.120; νοῦς ἥ. τῶν πράξεων at rest from.., free from.., Plot.6.8.5.2 quiet, gentle, of character, in [comp] Comp. - αιτέρα, A.Eu. 223, cf. E.Supp. 952, etc.; ; ὄμματος παρ' ἡ. A.Supp. 199;γλῶσσα -ωτέρα S.Ant. 1089
; ὀργῇ ὑπόθες ἥσυχον πόδα moderate thy wrath, E. Ba. 647; τὸ ξύνηθες ἥ. their accustomed quietness, Th.6.34; ἡσυχαίτερα less severe, Id.3.82.4 of the voice, gentle,φωνὴ -αιτέρα X. Cyr.1.4.4
.II [comp] Comp. and [comp] Sup. - αίτερος, - αίτατος, A.Eu.l.c., Th.3.82, Pl.Phlb. 24c, X.Cyr.1.4.4, 6.2.12; -ώτερος, -ώτατος, S.Ant. 1089, Pl.Chrm. 160a (nisileg. - ιώτατος) ; -έστατος Sch.Lyc.3.III Adv. ; κάρτ' ἂν εἶχον ἡ. E.Supp. 305;ἡ. ναίειν Id.Heracl.7
; gently, cautiously, Id.Or. 698; slowly,πορεύεσθαι X.Cyr.5.3.53
, etc.: [dialect] Ion. [comp] Comp.ἡσυχέστερον Hp.Salubr.3
,5: [comp] Sup.,ὡς ἡσυχαίτατα Pl.Chrm. 160a
: neut. ἥσυχον, [dialect] Dor. ἅσυχον, as Adv., v.l. in Theoc.14.27: pl.,ἅσυχα Id.2.11
, 100, 6.12, Hymn.Is.103. ([dialect] Dor. ἁς- is dub., ἥσυχος, ἡσυχῆ, ἡσυχία codd. Pi., ἡσύχ-ιμος, -ιος, as v.l.) -
6 ἡσυχάζω
A- άσω Th.2.84
, AP5.132 (Maec.),- άσομαι Luc. Gall.1
: [tense] aor.ἡσύχᾰσα Th.1.12
: ([etym.] ἥσυχος):—keep quiet, be at rest, σὺ δ' , cf. 346; ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν the difficulty of finding rest, Th.2.49;οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον X.An.5.4.16
;ἀνάγκη τὸ ἡσυχάζον ἑστάναι Pl.Prm. 162e
;τοὺς [νόμους] οὐκ ἐῶν ἡσυχάζειν ἐν τιμωρίαις Luc.Abd.19
; ἡ. πρὸς μίαν θύρην, of a lover, AP5.166 (Asclep.);ὁ διαλεκτικὸς ἡσυχάσει S.E.P.2.239
: freq. in part.,ἡσυχάζων προσμενῶ S.OT 620
, cf. E.Or. 134; ὥστε μὴ ἡσυχάσασα αὐξηθῆναι by resting from war, Th.1.12; ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν ib.49;μόλις ἡσυχάσαντες Id.8.86
;ἡσυχάζουσαν ἔχων τὴν διάνοιαν Isoc.5.24
; τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός the dead of night, Th.7.83; ἡ. ἀπό τινος keep away from.., AP5.132 (Maec.): c. dat., suspend work on, PFay.117.23 (ii A.D.); ἀλλ' ἡσύχαζε only be tranquil, calm thyself, E.HF98, IA 973.II trans., bring to rest,ἡσυχάσας τὼ δύο εἴδη, τὸ τρίτον δὲ κινήσας Pl.R. 572a
.b abs., impose silence, D.C.69.6.III [voice] Pass. in impers. sense, ἡσυχάζεται ἐπὶ τῆς γῆς there is quiet, LXXJb.37.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχάζω
-
7 ἡσυχαστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχαστέον
-
8 ἡσυχαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχαστής
-
9 ἡσυχαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχαστικός
-
10 ἡσυχάστρια
ἡσῠχ-άστρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχάστρια
-
11 ἡσυχάω
-
12 ἡσυχαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχαῖος
-
13 ἡσυχία
A rest, quiet, Od.18.22, etc.; personified in Pi.P.8.1, Ar. Av. 1321 (lyr.);ἁ. φιλεῖ συμπόσιον Pi.N.9.48
: c. gen. obj., ἡ. τῆς πολιορκίης rest from.., Hdt.6.135;τῆς ἡδονῆς Pl.R. 583e
; τοῦ λυπεῖσθαι ibid; περί τι ib.c; ἡ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡ. D.5.25: in pl.,αἱ ἡ. σήπουσι Pl. Tht. 153c
.2 silence, stillness, E.Alc.77 (anap.); esp. of the Pythagoreans, Luc.Vit.Auct.3.3 with Preps., δι' ἡσυχίης εἶναι keep quiet, Hdt.1.206; ἐν τῇ ἡσυχία, opp. ἐν τῷ πολέμῳ, Th.3.12; ἐν ἡ. ἔχειν τι to keep it quiet, not speak of it, Hdt.5.92.γ ; ἐν ἡ. ἔχειν σφέας αὐτούς ib.93;ἐν ἡ. διατριβειν Hdn.2.5.2
;ἐφ' ἡσυχίας Ar.V. 1517
;μένειν ἐπὶ ἡσυχία Hdn.1.13.2
; κατ' ἡσυχίην πολλήν quite at one's ease, Hdt.1.9, cf. 7.208, D.8.12; καθ' ἡσυχίαν at leisure, Ar.Lys. 1224, Th. 3.48, etc.; opp. διὰ σπουδῆς, X.HG6.2.28; μετὰ.. ἡσυχίας quietly, E. Hipp. 205 (anap.).4 with Verbs,a ἡσυχίαν ἄγειν keep quiet, be at peace or at rest, Hdt.1.66, Pl.Ap. 38a, Isoc.6.2, D.4.1, etc.;περὶ μὲν τῶν ἄλλων ἡ. ἦγον, ὑπὲρ δέ.. Isoc.10.49
; κινήσεων from movements, Pl.Ti. 89e; keep silent, Hdt.5.92, E.Andr. 143 (lyr.), Ar. Ra. 321: pl., τὰς ἡ. ἄγειν or ἔχειν, Ath.3.114a, 11.493f.b ἡσυχίαν ἔχειν, = ἡ. ἄγειν, but generally implying less continuance, Hdt.2.45, 7.150, X.Cyr.1.4.18, HG3.2.27;ἡ. ἔχειν πρός τινα Lys.28.7
; keep silent, τὰ δεινὰ ἡ. ἑκτέον about them, D.58.60.II solitude, a sequestered place, h.Merc.356, X.Mem.2.1.21. -
14 ἡσυχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχικός
-
15 ἡσύχιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσύχιμος
-
16 ἡσύχιος
A still, quiet, at rest,ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε Il.21.598
;εἰρήνα Pi.P.9.22
; also in Prose, τρόπον ἡ. of a quiet disposition, Hdt.1.107;οὐδ' ἡ. ὁ σώφρων βίος Pl.Chrm. 160b
; αἱ ἡ. πράξεις ib. c;τὸ ἡ. ἦθος Id.R. 604e
; οἱ ἡ. Antipho 3.2.1; τὸ ἡ. τῆς εἰρήνης (v.l. ἥσυχον) Th.1.120: [comp] Comp. - ώτερος more reposeful, Phld.Rh. 2.60S. Adv. , Pl.Tht. 179e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσύχιος
-
17 ἡσυχιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχιότης
-
18 ἡσυχόομαι
A keep quiet, be at rest, Aq.Am.6.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχόομαι
-
19 ἡσυχοποιός
A silentiarius, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχοποιός
-
20 ασυχ-
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἥσυχ' — ἥσυχα , ἥσυχα indeclform (adverb) ἥσυχα , ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc pl ἥσυχε , ἥσυχος quiet masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορχιδόν — ὀρχιδόν ή ὀρχηδόν (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡβηδόν» 2. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή, κατ άλλη ερμ., με την προϋπόθεση ότι είναι έφηβοι («ἔμελλον λέξεσθαι ὀρχηδὸν ἕκαστος δέκα δραχμάς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀρχιδόν / ὀρχηδόν… … Dictionary of Greek
έπαγρος — ἔπαγρος, ον (Α) 1. ο ικανός στο κυνήγι, αγρευτικός (Ησύχ.) 2. ο τυχερός στο κυνήγι (Ησύχ.) 3. άγριος (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άγρα «κυνήγι»] … Dictionary of Greek
κώος — (II) κῶος και, κατά τον Ησύχ., κόος, ὁ (Α) 1. (συν. τον πληθ.) οἱ κῶοι σπήλαια («ἔνιοι δὲ κώους μᾱλλον τὰ τοιαῡτα κοιλώματα λέγεσθαί φασιν», Στράβ.) 2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή 3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῶος < *κῶF ος … Dictionary of Greek
νηνεμώ — (I) (Α νηνεμῶ, έω) [νήνεμος] δεν διαπνέομαι, δεν πλήττομαι από άνεμο, είμαι νήνεμος, απάνεμος, απάγκιος νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) ηρεμώ, γαληνεύω αρχ. 1. μτφ. (για έντερα) ηρεμώ, ησυχάζω 2. (το παθ.) νηνεμοῡμαι, έομαι (στον Ησύχ.) καθίσταμαι… … Dictionary of Greek
πύρνος — ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ψωμός» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ἀπόκλασμα τοῡ ἄρτου» 3. στον πληθ. πύρνοι (κατά τον Ησύχ.) «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
σύργαστρος — ὁ, Α 1. αυτός που σέρνεται στη γη με την κοιλιά σαν το φίδι 2. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας και, κυρίως, ο ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ … Dictionary of Greek
τενέδιος — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Εμμανουήλ. Έζησε τον 18o αι. και στις αρχές του 19ου. Τον επαινεί ο Νεόφυτος Δούκας για τη μόρφωσή του. Έγραψε Διατριβή εις θουκυδίδην και της κατ’ αυτόν ιστορίας επιτομή (Βιέννη 1799). Πολλοί τον θεωρούν και μεταφραστή … Dictionary of Greek
τρύγη — η, ΜΑ, και κατά τον Ησύχ. ὀτρύγη Α (ιδίως για τα σιτηρά) συγκομιζόμενος καρπός αρχ. 1. η συγκομιδή καρπών 2. (ειδικά) η συγκομιδή τών σταφυλιών, ο τρύγος 2. έλλειψη νερού, ξηρασία 3. (στον τ. ὀτρύγη) (κατά τον Ησύχ.) «χόρτος, καλάμη» 4. φρ. «οἱ… … Dictionary of Greek
φικιδίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φικιδίζειν ἐπὶ τοῡ παιδεραστεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν και ο Ησύχ. ταυτίζει σημασιολογικά τα δύο απρμφ. φικιδίζειν και παιδεραστεῖν, δυσερμήνευτο παραμένει το σημείο τής ταύτισης αυτής. Αν υποτεθεί ότι το ρ. παιδεραστῶ λαμβάνει εδώ τη… … Dictionary of Greek
χίδρυ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα δειλόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. τού καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η ακριβής σημ. τής οποίας δεν είναι γνωστή. Η λ. χίδρυ από μορφολογική άποψη θυμίζει τον τ. χῖδρον «χλωρό σιτάρι». Παρλλ. υπάρχει μια σειρά τ. τού… … Dictionary of Greek