-
21 ήσυχος
η, ο [ος, ον ]1) спокойный; тихий; мирный; безмятежный; η θάλασσα είναι -η море спокойно;περνώ ήσυχη ζωή — вести тихую жизнь;
2) спокойный, сдержанный; тихий, кроткий, мягкий (о человеке);3) спокойный, тихий, нешумный; безлюдный;§ έχω ήσυχο το κεφάλι μου — ни о чём не задумываться, не беспокоиться; — ни над чем не ломать себе голову;
μείνε ήσυχ, όλα θα κανονισθούν — будь спокоен, всё уладится
-
22 ἁσυχ-
-
23 σχέτλιος
Grammatical information: adj.Meaning: Adj. with strong emotional feeling, usu. used in denigrating sense, approx. `audacious, heinous, cruel, miserable' (Il.), quite rarely in positiv sense, approx. `obstinate, tireless' (Hom.); details on the meaning in Brunius-Nilsson Δαιμόνιε (Diss. Uppsala 1955) 46ff., 75ff.Derivatives: σχετλι-άζω, quite rarely w. κατα-, ἀπο-, ἐπι-, `to experience something as cruel, to rise against, to complain' (Att.) with - ασμός (Th., Arist. a.o.), - αστικός (late).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Prob. from *σχέ-θλιος dissimilated, which can be a byform of *σχε-θλό-ς (cf. μείλιχ-ος: - ιος, ἥσυχ-ος: - ιος a.o.); cf. the opposite ἐσ-θλό-ς. Orig. meaning therefore `persevering'; cf. Hermann Sprachwiss. Komm. zu ι 295. -- The proposed etym. is not supported by any evidence.Page in Frisk: 2,838Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σχέτλιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἥσυχ' — ἥσυχα , ἥσυχα indeclform (adverb) ἥσυχα , ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc pl ἥσυχε , ἥσυχος quiet masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορχιδόν — ὀρχιδόν ή ὀρχηδόν (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡβηδόν» 2. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή, κατ άλλη ερμ., με την προϋπόθεση ότι είναι έφηβοι («ἔμελλον λέξεσθαι ὀρχηδὸν ἕκαστος δέκα δραχμάς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀρχιδόν / ὀρχηδόν… … Dictionary of Greek
έπαγρος — ἔπαγρος, ον (Α) 1. ο ικανός στο κυνήγι, αγρευτικός (Ησύχ.) 2. ο τυχερός στο κυνήγι (Ησύχ.) 3. άγριος (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άγρα «κυνήγι»] … Dictionary of Greek
κώος — (II) κῶος και, κατά τον Ησύχ., κόος, ὁ (Α) 1. (συν. τον πληθ.) οἱ κῶοι σπήλαια («ἔνιοι δὲ κώους μᾱλλον τὰ τοιαῡτα κοιλώματα λέγεσθαί φασιν», Στράβ.) 2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή 3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῶος < *κῶF ος … Dictionary of Greek
νηνεμώ — (I) (Α νηνεμῶ, έω) [νήνεμος] δεν διαπνέομαι, δεν πλήττομαι από άνεμο, είμαι νήνεμος, απάνεμος, απάγκιος νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) ηρεμώ, γαληνεύω αρχ. 1. μτφ. (για έντερα) ηρεμώ, ησυχάζω 2. (το παθ.) νηνεμοῡμαι, έομαι (στον Ησύχ.) καθίσταμαι… … Dictionary of Greek
πύρνος — ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ψωμός» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ἀπόκλασμα τοῡ ἄρτου» 3. στον πληθ. πύρνοι (κατά τον Ησύχ.) «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
σύργαστρος — ὁ, Α 1. αυτός που σέρνεται στη γη με την κοιλιά σαν το φίδι 2. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας και, κυρίως, ο ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ … Dictionary of Greek
τενέδιος — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Εμμανουήλ. Έζησε τον 18o αι. και στις αρχές του 19ου. Τον επαινεί ο Νεόφυτος Δούκας για τη μόρφωσή του. Έγραψε Διατριβή εις θουκυδίδην και της κατ’ αυτόν ιστορίας επιτομή (Βιέννη 1799). Πολλοί τον θεωρούν και μεταφραστή … Dictionary of Greek
τρύγη — η, ΜΑ, και κατά τον Ησύχ. ὀτρύγη Α (ιδίως για τα σιτηρά) συγκομιζόμενος καρπός αρχ. 1. η συγκομιδή καρπών 2. (ειδικά) η συγκομιδή τών σταφυλιών, ο τρύγος 2. έλλειψη νερού, ξηρασία 3. (στον τ. ὀτρύγη) (κατά τον Ησύχ.) «χόρτος, καλάμη» 4. φρ. «οἱ… … Dictionary of Greek
φικιδίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φικιδίζειν ἐπὶ τοῡ παιδεραστεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν και ο Ησύχ. ταυτίζει σημασιολογικά τα δύο απρμφ. φικιδίζειν και παιδεραστεῖν, δυσερμήνευτο παραμένει το σημείο τής ταύτισης αυτής. Αν υποτεθεί ότι το ρ. παιδεραστῶ λαμβάνει εδώ τη… … Dictionary of Greek
χίδρυ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα δειλόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. τού καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η ακριβής σημ. τής οποίας δεν είναι γνωστή. Η λ. χίδρυ από μορφολογική άποψη θυμίζει τον τ. χῖδρον «χλωρό σιτάρι». Παρλλ. υπάρχει μια σειρά τ. τού… … Dictionary of Greek