Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡλι-ακός

См. также в других словарях:

  • ιχθυακός — ἰχθυακός, ή, όν (Α) 1. ιχθυϊκός* 2. φρ. «ἰχθυακή πύλη» πύλη στην οποία πωλούσαν ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθύς + κατάλ. ακος (πρβλ. ηλι ακός, κοιλι ακός)] …   Dictionary of Greek

  • κρανιακός — ή, ό (Μ κρανιακός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρανίο, ο σχετικός με το κρανίο («κρανιακά οστά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + κατάλ. ακός (πρβλ. βραγχι ακός, ηλι ακός)] …   Dictionary of Greek

  • κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»