-
1 Σελήνη
Σελήνηthe moon: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————Σελήνηthe moon: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 σελήνη
σελήνηthe moon: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————σελήνηthe moon: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 σελήνη
σελήνη, ἡ (vgl. σέλας, verwandt mit ἕλη, εἵλη), der Mond; Hom. ἐν οὐρανῷ ἄστρα φαεινὲν ἀμφὶ σελήνην φαίνεται, Il. 8, 555; εὐώπιδος σελάνας φάος, Pind. Ol. 11, 75; Folgde überall; σ. πλήϑουσα, l. 18, 484; ἐν σελήνῃ, im Mondscheine, auch πρὸς τὴν σελήνην, Andoc. 1, 38. – Auch ein runder, mondförmiger Kuchen od. ein solches Brot von Weizenmehl.
-
4 σελήνη
-
5 σελήνη
Grammatical information: f.Meaning: `moon' (Il.).Compounds: Often as 2. member, e.g. ἀ-σέληνος `moonless' (Th. a.o.).Derivatives: 1. σελην-αίη, Dor. σελαναία f. = σελήνη (ep. poet. Il.; like Άθηναίη a. o., Schwyzer 469); 2. - ιον n. `phase of the moon, contour of the moon etc.' (Arist., Thphr. a. o.), also as plantname like - ῖτις a.o. (Strömberg 133); 3. des. of moon-shaped ornaments: - άριον n., - ίς f., - ίσκος m. (late); 4. - ίτης ( λί-θος) m. "moonstone", `selenite' (Dsc. a. o.; Redard 60), also (f. - ῖτις) `moon dweller etc.' (Luc., Ath. a. o.); 5. - ιεῖα n. pl. `moon feast' (pap. IIa; Mayser I:3, 95); 6. Adj. - αῖος `moonlit, concerning the moon' (Orac. ap. Hdt., A. R. a. o.), - ιακός `belonging to the moon' (Plu. a.o.; after ἡλι-ακός); 7. Verb - ιάζομαι (Ev. Matt., Vett. Val.), also -( ι)άζω, - ιάω (Man.), `to be moonstruck, i.e. to be epileptic' with - ιασμός m. (Vett. Val.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Formation with νᾱ-suffix from σέλας (s. v.) after the older synonym in Lat. lūna etc.; s. λύχνος and Scherer Gestirnnamen 71 ff. w. further lit. Cf. on 2. μήν.Page in Frisk: 2,690-691Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σελήνη
-
6 σεληνη
дор. σελάνᾱ (λᾱ), эол. σελάννα ἥ1) лунаσ. πλήθουσα Hom. и πεπληρωμένη Her. — полная луна;
πρὸς и εὴς τέν σελήνην Xen., Aeschin. — при лунном свете;νουμηνία κατὰ σελήνην Thuc. — начало лунного месяца2) поэт. месяцσελήνας δώδεκ΄ ἐκπληρουμένας Eur. — в течение полных двенадцати месяцев
3) «луночка» ( круглая лепешка) Eur.4) лунная трава(βοτάντ) σ. καλουμένη Plut.
-
7 Σεληνη
ἡ Селена или Феба (дочь Гипериона, сестра Гелиоса, богиня луны, впосл. отожд. с Артемидой) HH., Hes. -
8 σελήνη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σελήνη
-
9 σελήνη
σελήνη, ης, ἡ (Hom.+) moon PtK 2 p. 14, 27 (twice). W. sun and stars (X., Mem. 4, 3, 4; SIG 1267, 18f; Jo 2:10; 4:15; EpJer 59; TestNapht 3:2; Ar. 3, 2; Just., D. 85, 5; Ath. 6, 3) Lk 21:25; 1 Cor 15:41; Rv 6:12f; 8:12; 1 Cl 20:3; B 15:5; Dg 7:2; IEph 19:2. W. the sun (Maximus Tyr. 40, 4h; oft. in LXX) Rv 12:1; 21:23; 2 Cl 14:1 (cp. ἥλιος, end). W. the stars (Ps 8:4) Dg 4:5. Darkened in the time of tribulation (s. Is 13:10; Ezk 32:7; Jo 2:10; 4:15) Mt 24:29; Mk 13:24; changed to blood Ac 2:20 (Jo 3:4); cp. Rv 6:12.—WGrafBaudissin, RE XIII 337–49; ORühle, RGG IV 1930, 161–67 (lit.); Kl. Pauly III 1194–96; 1408f; RE XIII 337–49; BHHW II 1235f; RGG3 IV 1094–97; 1098–1113 (lit.).—B. 55. M-M. Sv. -
10 σελήνη
σελήν-η, ἡ, [dialect] Dor. [full] σελάνα [pron. full] [λᾱ] Pi.O.10.75, [dialect] Aeol. [full] σελάννα Sapph. 3,53; cf. also σεληναίη:—A the moon, σ. πλήθουσα the full- moon, Il.18.484; σ. ἀεξομένη, ὀλίγη κεράεσσι, Arat.780, 733; a moon's breadth, measure used by early astronomers, Ptol.Alm.9.10; νουμηνία κατὰ σελήνην, i.e. by the lunar month, Th.2.28, cf. SIG683.44 (ii B.C.);τὰς ἡμέρας κατὰ σ. ἄγειν D.L.1.59
, cf. PHib.1.27.42 (iii B.C.); πρὸς τὴν σ. ὁρᾶν by moonlight, And.1.38, cf. X.HG5.1.9;ἐν σελήνῃ Ach.Tat.3.2
; ἡ ἐκ τῆς σ. νόσος,= σεληνιασμός, Ael.NA14.27; τὴν σ. καθελεῖν, of Thessalian witches, Ar.Nu. 750, cf. Pl.Grg. 513a, Sosiph. 1.b month, δεκάτῃ σελήνῃ in the tenth moon, E.El. 1126, cf. Alc. 431, Tr. 1075 (lyr.); πολλὰς ς. Id.Hel. 114; τὰς ἡμέρας τῆς ς. Astramps.Orac.p.3 H.;ὁρῶν ἄγουσαν τὴν σ. εἰκάδας Ar.Nu.17
.4 name of a plant, Ps.-Plu.Fluv.18.5; cf.σελήνιον 11
. -
11 σελήνη
-
12 σελήνη
ἡ σελήνη месяц, луна -
13 Σελήνῃ
Βλ. λ. Σελήνη -
14 σελήνῃ
Βλ. λ. σελήνη -
15 σελήνη
{сущ., 9}луна.Ссылки: Мф. 24:29; Мк. 13:24; Лк. 21:25; Деян. 2:20; 1Кор. 15:41; Откр. 6:12; 8:12; 12:1; 21:23.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σελήνη
-
16 σελήνη
{сущ., 9}луна.Ссылки: Мф. 24:29; Мк. 13:24; Лк. 21:25; Деян. 2:20; 1Кор. 15:41; Откр. 6:12; 8:12; 12:1; 21:23.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σελήνη
-
17 σελήνη
лунаσελήνῃΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σελήνη
-
18 σελήνῃ
лунеσελήνηΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σελήνῃ
-
19 σελήνη
-
20 σελήνη
луна.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σελήνη
См. также в других словарях:
Σελήνη — the moon fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελήνη — the moon fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σελήνῃ — Σελήνη the moon fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελήνῃ — σελήνη the moon fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
σελήνη — η 1. φεγγάρι: Έκλειψη σελήνης. 2. «σελήνη του μέλιτος», ο μήνας του μέλιτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αμητού, Σελήνη — (Αστρον.). Η πανσέληνος που συμπίπτει με τη φθινοπωρινή ισημερία. Την περίοδο αυτή η ημερήσια επιβράδυνση της ανατολής της Σελήνης στο βόρειο ημισφαίριο είναι μικρότερη από οποιασδήποτε άλλης πανσελήνου του έτους. Συγκεκριμένα, η Σελήνη ανατέλλει … Dictionary of Greek
Σελήνηι — Σελήνῃ , Σελήνη the moon fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελήνηι — σελήνῃ , σελήνη the moon fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Селена — (Σελήνη) одно из божеств греческой мифологии, известное также под именем Мене. Благодаря тому, что оба имени богини, особенно первое из них, сохраняли в греческ. языке свое нарицательное значение Луны, месяца, подлинный смысл эпитетов и атрибутов … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
СЕЛЕНА — • Σελήνη, Μήνη, Luna, богиня луны, дочь Гипериона и Феи (Hesiod. theog. 371), сестра Гелиоса и Эос, по происхождению титанка ( Τιτηνίς, Titinia), называемая также Фэбою, как сестра бога солнца Фэба. Verg. Aen. 10, 216. У Гомера она не … Реальный словарь классических древностей