-
21 ἠρύγγια
-
22 erynge
ēryngē, ēs, f. u. ēryngion, iī, n. (ηρύγγη u. ηρύγγιον), eine Pflanze, unsere Brakendistel oder Mannstreu (Eryngium campestre, L.), nach andern die gefleckte Golddistel (Scolymus maculatus, L.), Col. 6, 5, 2. Plin. 22, 18 sqq. Scrib. Larg. 153. -
23 μυράκανθος
μῠρ-άκανθος [ᾰκ],A = ἠρύγγιον, Ps.-Dsc.3.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυράκανθος
-
24 μῶλυ
-
25 ἠριγένειον
ἠρῐ-γένειον, τό,A = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60; = ἠρύγγιον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠριγένειον
-
26 ὄργανον
A instrument, implement, tool, for making or doing a thing, S.Tr. 905, cf. ἀθηρόβρωτος;λογχοποιῶν ὄργανα E. Ba. 1208
, cf. Ion 1030 ; , cf. Lg. 956a ; ὄ. without any Adj., engine of war, Ctes.Fr.81 ;τὰ ναυτικὰ ὄ.
tackle,Pl.
Plt. 298d ;ὄ. ὅσα περὶ γεωργίαν Id.R. 370d
;ὄνομα ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄ. Id.Cra. 388b
; ὄργανα χρόνων or χρόνου, of the stars, Id.Ti. 41e, 42d ;ὄ. κυβευτικά Aeschin.1.59
; of a person,ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄ. S.Aj. 380
(lyr.).2 organ of sense or apprehension,τὰ περὶ τὰς αἰσθήσεις ὄ. Pl.R. 508b
; τὸ ὄ. ᾧ καταμανθάνει ἕκαστος ib. 518c, cf. Tht. 185c, al.;δι' ἀμυδρῶν ὀ. θεᾶσθαί τι Id.Phdr. 250b
, cf. Ti. 45b, Epicur.Nat.11.6,7.b of the body and its different parts, Arist.PA 642a11, 645b14, GA 716a24, Phld.Mus.pp.71,96 K., Gal.10.47 ; the hand is called ὄργανον ὀργάνων or ὄ. πρὸ ὀργάνων, Arist.de An. 432a2, PA 687a21 ; τὰ πορευτικὰ ὄ. the organs of locomotion, Id.GA 732b28; ὄ. πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς the digestive organs, ib. 788b24 ; τὸ ὄ. τὸ περὶ τὴν ἀναπνοήν the respiratory organ, Id.PA 664a29 ;τὰ ὄ. τὰ χρήσιμα πρὸς τὴν ὀχείαν Id.HA 500a15
; of plants, Id.de An. 412b1, PA 656a2.3 musical instrument, Simon.31, f.l. in A.Fr.57.1 ; ὁ μὲν δι' ὀργάνων ἐκήλει ἀνθρώπους, of Marsyas, Pl.Smp. 215c ; ἄνευ ὀργάνων ψιλοῖς λόγοις ibid., cf. Plt. 268b ;ὄ. πολύχορδα Id.R. 399c
, al.;μετ' ᾠδῆς καί τινων ὀργάνων Phld.Mus.p.98K.
; of the pipe, Melanipp.2, Telest.1.2.II concrete, work or product,μελίσσης κηρόπλαστον ὄ. S.Fr.398.5
; λαϊνέοισιν Ἀμφίονος ὀ., of the walls of Thebes, E.Ph. 115 (lyr.).III of logic as an instrument of philosophy,ἡ λογικὴ πραγματεία ὀργάνου χώραν ἔχει ἐν φιλοσοφίᾳ Alex.Aphr.in Top.74.29
, cf. Phlp.in APr.6.23 ; πᾶσα τεχνικὴ διδασκαλία ὑπὸ τὸ λογικὸν ὄ. ἀνάγεται Sch.D.T.p.161 H.; but τὸ ὄ. as title of Aristotle's collected logical writings lacks authority.V ὄ. χλούνιον, = ἠρύγγιον, Ps.-Dsc.3.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄργανον
-
27 ἤρυγγος
Grammatical information: 1. f., 2. m.Meaning: 1. name of a thistle-like plant, `Eryngium' (Nic. a. o.); 2. `beard of a goat' (Arist.).Derivatives: (1.) ἠρυγγίς f. `belonging to E.' (Nic.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: (1) Formation like εἴλιγγος and πίσυγγος; much more often in athemat. forms as φάρυγξ a. o. - (1) Acc. to Strömberg Pflanzennamen 72 from ἔαρ, ἦρος `spring', as "springingflower". - (2) The meaning `beard of a goat' is unexplained. Cf. Lobeck Proll. 306. - Clearly a (or two) Pre-Greek word(s).Page in Frisk: 1,644Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἤρυγγος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ηρύγγιον — ἠρύγγιον, το (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* … Dictionary of Greek
ἠρύγγιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρυγγίου — ἠρύγγιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρυγγίων — ἠρύγγιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρυγγίῳ — ἠρύγγιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρύγγια — ἠρύγγιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοδίλεον — κορκοδίλεον, τὸ (Α) [κροκόδιλος] το ποώδες φυτό ηρύγγιον το παράλιον … Dictionary of Greek
μώλυ — μῶλυ, τὸ (Α) 1. μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, το οποίο έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα ως αντιφάρμακο κατά τής μαγικής τέχνης τής Κίρκης 2. το φυτό κρόμμυον το μέλαν 3. το φυτό πήγανον ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, κυρίως, στην… … Dictionary of Greek
παπαδίτσα — η [παπάς / παπάδες] 1. κοινή ονομασία τού είδους ποώδους φυτού ηρύγγιον το τρισακτιδωτόν 2. ζωολ. α) κοινή ονομασία τού πτηνού αιγίθαλος β) γενική ονομασία μικρόσωμων ευκίνητων ωδικών πτηνών τού γένους parus, τα οποία αναζητούν την τροφή τους… … Dictionary of Greek
φειδάγκαθο — το, Ν κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φ(ε)ίδι + αγκάθι. Πρόκειται για διαλ. ον. τού φυτού ηρύγγιον το αρουραίον] … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek