-
1 ηρύγγιον
-
2 ἠρύγγιον
-
3 ἠρύγγιον
-
4 ηρυγγιον
-
5 ἠρύγγιον
ἠρύγγιον, τό, eine Pflanze -
6 ἠρύγγιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρύγγιον
-
7 ερυγγιον
-
8 erynge
ēryngē, ēs, f. (ērygium, ērygion, ii, n.) érynge, panicaut, herbe à cent têtes, chardon-roulant. - [gr]gr. ἠρύγγη (ἠρύγγιον). - Plin. 22, 7, 8, § 18 sq.; Col. 6, 5, 2; Scrib. Comp. 153; 165; Veg. Vet. 1, 17, 14; 4, 3, 7.* * *ēryngē, ēs, f. (ērygium, ērygion, ii, n.) érynge, panicaut, herbe à cent têtes, chardon-roulant. - [gr]gr. ἠρύγγη (ἠρύγγιον). - Plin. 22, 7, 8, § 18 sq.; Col. 6, 5, 2; Scrib. Comp. 153; 165; Veg. Vet. 1, 17, 14; 4, 3, 7.* * *Erynge, siue Eryngion, Herba alias dicta Centumcapita. Plin. Du panycault. -
9 ἤρυγγος
ἤρυγγ-ος, ἡ,A eryngo, Eryngium creticum, Id.Th. 645, 849: more freq. as [var] Dim., [full] ἠρύγγιον, τό, E. campestre, Thphr. HP6.1.3, Plu.2.700d,776f (both forms in Dsc.3.21, ἠρύγγιον also = ἀλόη, Ps.-Dsc.3.22):—also [full] ἠρύγγη, ἡ, Plin.HN22.18, Phot.; = πόλιον, Hp. ap. Erot. (perh. to be read in Ulc.11); [full] ἠρυγγίτης [ῑ], ου, ὁ, Plu.2.558e, Suid.II [full] ἤρυγγος, ὁ, goat's beard, Arist.HA 610b29 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἤρυγγος
-
10 erynge
ēryngē, ēs, f. u. ēryngion, iī, n. (ηρύγγη u. ηρύγγιον), eine Pflanze, unsere Brakendistel oder Mannstreu (Eryngium campestre, L.), nach andern die gefleckte Golddistel (Scolymus maculatus, L.), Col. 6, 5, 2. Plin. 22, 18 sqq. Scrib. Larg. 153.
-
11 ἐρύγγιον
-
12 ἤρυγγος
ἤρυγγος, ἡ, eine Pflanze, Mannstreue, Nic. Th. 848. – Aber ὁ ἤρυγγος, oder τὸ ἤρυγγον, bei Arist. H. A. 9, 3, scheint der Ziegenbart zu sein, nach dem Zusatz ἔστι δὲ οἷον ϑρίξ; bei Plut. Symp. 7, 2, 1 wird dasselbe aber von der Pflanze ἠρύγγιον, vulg. ἠρύγκιον, erzählt, u. bei demselben de sera N. V. 14 steht ἠρυγγίτης dafür.
-
13 перекати-поле
перекати́-полес бот. τό ἡρύγγιον, ἡ ἀγκαθιά, τό φιδάγγαθο. -
14 ηρυγγίου
-
15 ἠρυγγίου
-
16 ηρυγγίω
-
17 ἠρυγγίῳ
-
18 ηρυγγίων
-
19 ἠρυγγίων
-
20 ηρύγγια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ηρύγγιον — ἠρύγγιον, το (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* … Dictionary of Greek
ἠρύγγιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρυγγίου — ἠρύγγιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρυγγίων — ἠρύγγιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρυγγίῳ — ἠρύγγιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρύγγια — ἠρύγγιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοδίλεον — κορκοδίλεον, τὸ (Α) [κροκόδιλος] το ποώδες φυτό ηρύγγιον το παράλιον … Dictionary of Greek
μώλυ — μῶλυ, τὸ (Α) 1. μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, το οποίο έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα ως αντιφάρμακο κατά τής μαγικής τέχνης τής Κίρκης 2. το φυτό κρόμμυον το μέλαν 3. το φυτό πήγανον ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, κυρίως, στην… … Dictionary of Greek
παπαδίτσα — η [παπάς / παπάδες] 1. κοινή ονομασία τού είδους ποώδους φυτού ηρύγγιον το τρισακτιδωτόν 2. ζωολ. α) κοινή ονομασία τού πτηνού αιγίθαλος β) γενική ονομασία μικρόσωμων ευκίνητων ωδικών πτηνών τού γένους parus, τα οποία αναζητούν την τροφή τους… … Dictionary of Greek
φειδάγκαθο — το, Ν κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φ(ε)ίδι + αγκάθι. Πρόκειται για διαλ. ον. τού φυτού ηρύγγιον το αρουραίον] … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek