Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠρεμ-έω

См. также в других словарях:

  • ἠρέμ' — ἠρέμα , ἠρέμα gently indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλονίζω — (Μ) συνταράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ ε κλόν ησ α τού κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ ε δρόσ ισα: κα τα δροσ ίζω (πρβλ. και ηρεμ ίζω ηρεμ ώ, οχλ ίζω οχλώ)] …   Dictionary of Greek

  • ηρέμα — και ήρεμα (AM ἠρέμα) επίρρ. βλ. ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < η ρέμ ᾱ (το ᾱ < *n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate… …   Dictionary of Greek

  • καρτάζω — (Α) καρτύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρτα (Ι) + κατάλ. άζω (πρβλ. ηρεμ άζω, συχν άζω)] …   Dictionary of Greek

  • κοινοδημεί — (Α) επίρρ. (κατά το λεξ. Σούδα) με τον τρόπο τού κοινοδημίου*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινοδήμ ιον + επιρρμ. κατάλ. εί, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. αυθωρ εί, ηρεμ εί)] …   Dictionary of Greek

  • πανωλεθρί — Α επίρρ. με πλήρη αφανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανώλεθρος + επιρρμ. κατάλ. ι (πρβλ. ηρεμ ί] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»