-
1 ηρέμ'
-
2 ἠρέμ'
-
3 ἠρεμί
-
4 ἠρεμάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρεμάζω
-
5 ἠρεμαιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρεμαιότης
-
6 ἠρεμαῖος
A quiet, gentle, λῦπαι, ἡδοναί, Pl.Lg. 734a; ; πῦρ ἠ. a slight fever, Hp.Mul.1.38; σμικρὰ καὶ ἠ., opp. μεγάλα καὶ σφοδρά, Pl.Lg. 733c: [comp] Comp.,πόλιν -οτέραν ποιεῖν Plu.Sol.31
: irreg.,ἠρεμέστερος X.Cyr.7.5.63
, Thphr.Vent.29. Adv. -αίως, = ἠρέμα, X. Eq.9.5, Gp.12.14.1: [comp] Comp. - αίτερον (v.l. -αιότερον) Arist.Mete. 368a12;- εστέρως ἔχειν X.Cyr.3.1.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρεμαῖος
-
7 ἠρεμεί
-
8 ἠρεμέω
A to be still, keep quiet, be at rest, opp. κινέομαι, Hp.Fract.6, Arist.Ph. 238b23,al., Aristox.Harm. p.12 M.; τὸ ἠρεμοῦν, opp. τὸ κινούμενον, Pythag. ap. Arist.Metaph. 986a24; of the object of knowledge, Pl.Phd. 96b, Arist.APo. 100a6;ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντες διαμένειν X.Ages.7.3
; acquiesce in a verdict, Pl.Lg. 956d;ἠ. τῇ διανοίᾳ Arr.Epict.2.21.22
: acc. to Stoics, only of animate beings, Stoic.2.161.3 c. inf., refrain from doing.., Luc.Jud.Voc.4 (s.v.l.). -
9 ἠρεμήρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρεμήρης
-
10 ἠρέμησις
A rest, opp. κίνησις, Arist.Ph. 251a26, al.;ἡ νόησις ἔοικεν -ήσει μᾶλλον ἢ κινήσει Id.de An. 407a32
; ἐν ἀρεμήσει, of ἐπιθυμία, Ti.[dialect] Locr.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρέμησις
-
11 ἠρεμητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρεμητέον
-
12 ἠρεμία
ἠρεμ-ία, ἡ,A rest, opp. κίνησις, Arist.Ph. 202a4;ἐν ἠ. εἶναι Id.Metaph. 988b4
, cf. Aristox.Harm.p.12 M., Sor.1.46.2 of the mind, quietude,ἠ. ψυχῆς περὶ τὰ δεινά Pl.Def. 412a
, cf. Arist.de An. 406a27 (pl.); ἐπὶ πολλῆς ἠ. ὑμῶν leaving you entirely at rest, v. l. for ἐρημίας, D.13.8 ( ἠρεμίη κοίτης is perh. a mistake for ἐρημίη, Epigr.Gr.321.11). -
13 ἠρεμίζω
A bring to rest, stop,ἵππον X.Eq.7.18
; :—[voice] Pass., Id.APo. 87b9, Ph. 238b25, al.; καθίσταται καὶ -ίζεται is calmed and brought to rest, ib. 248a2.II intr.,= ἠρεμέω, X.Lac.1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρεμίζω
-
14 ἠρέμιος
A = ἠρεμαῖος, Procl.in Prm.p.803 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρέμιος
-
15 ἠρέμισις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρέμισις
-
16 ἠρέμισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρέμισμα
-
17 ἠρεμότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠρεμότης
-
18 ἤρεμος
A quiet,ἤ. καὶ ἡσύχιος βίος 1 Ep.Ti.2.2
, cf. OGI519.10 (iii A.D.), Procl. in Prm.p.536 S.;ἠ. πούς Luc.Trag.207
;ἤρεμον ἑαυτὸν παρέχειν IPE12.40.24
(Olbia, ii/iii A.D.); - ώτερος ἐπισπασμός gentler traction, Sor.1.73.2 τὸ ἤ. smoothness, of pigments, Thphr.Lap.62.
См. также в других словарях:
ἠρέμ' — ἠρέμα , ἠρέμα gently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλονίζω — (Μ) συνταράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ ε κλόν ησ α τού κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ ε δρόσ ισα: κα τα δροσ ίζω (πρβλ. και ηρεμ ίζω ηρεμ ώ, οχλ ίζω οχλώ)] … Dictionary of Greek
ηρέμα — και ήρεμα (AM ἠρέμα) επίρρ. βλ. ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < η ρέμ ᾱ (το ᾱ < *n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate… … Dictionary of Greek
καρτάζω — (Α) καρτύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρτα (Ι) + κατάλ. άζω (πρβλ. ηρεμ άζω, συχν άζω)] … Dictionary of Greek
κοινοδημεί — (Α) επίρρ. (κατά το λεξ. Σούδα) με τον τρόπο τού κοινοδημίου*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινοδήμ ιον + επιρρμ. κατάλ. εί, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. αυθωρ εί, ηρεμ εί)] … Dictionary of Greek
πανωλεθρί — Α επίρρ. με πλήρη αφανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανώλεθρος + επιρρμ. κατάλ. ι (πρβλ. ηρεμ ί] … Dictionary of Greek