-
1 ηθμός
-
2 ἡθμός
ἡθμός, SIG2 (Sigeum, vi B.C.), Hdn.Gr.1.543, in codd. usu. (but perh. wrongly) [full] ἠθμός, ὁ, ([etym.] ἤθω)A strainer, colander, SIG l.c., E.Fr. 374, IG22.1416.11, 4.39.20, Gal.Nat.Fac.1.15; esp. wine-strainer, Pherecr.41; part of an eel-trap, Arist.HA 534a22; of the eyelashes, X.Mem.1.4.6; prov., τῷ ἠθμῷ ἀντλεῖν, of fruitless toil, Arist.Oec. 1344b25. -
3 ἠθμός
Βλ. λ. ηθμός -
4 ἡθμός
Βλ. λ. ηθμός -
5 ἠθέω
Grammatical information: v.Meaning: `sift, strain' (IA.).Derivatives: ἠθμός (hεθμος Sigeion VIa, Hdn.) `strainer' (Att.) with ἠθμάριον διυλιστήριον H., διηθμεύοντες s. v. διυλίζοντες; ( δι-)ἤθησις `straining' (Arist.), ( ἀπ-, δι-, παρ-)ἤθημα `what has been strained' (medic.), ἠθήνιον ἠθάνιον, ἠθμός H.; ἠθητήρ (Marc. Sid.), - τήριον (Str.) `strain'; ἠθητός `strained' (pap. IIIa), ἠθητικός `fit for straining' (Thphr.).Etymology: If we may from the aor. ptc. ἤσας and the noun ἠθμός conclude to a present *ἤθω, we have ἠθέω beside it as στερέω beside στέρομαι etc. (Schwyzer 721). If we separate the θ as in ἀλή-θω (: ἀλέ-ω), πλή-θω (: πλῆ-το) a. o. (Schwyzer 703; also ἠ-θμός like ῥυ-θμός etc.?), we can connect the OCS yot-present pro-sějǫ, inf. -sějati `strain', from which Lith. sijóju, -ti `id.' cannot be separated, but an ablaut sē(i)-: sī- (Pok. 889) is impossible. One further compares ONord. sāld = Welsh hidl `id.', both from IE * sē-tlo-. - Cf. also σήθω with the same meaning.Page in Frisk: 1,624Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἠθέω
-
6 ηθμού
-
7 ηθμόν
-
8 ηθμοίο
-
9 ἠθμοῖο
-
10 ηθμοίς
-
11 ἠθμοῖς
-
12 ηθμοί
-
13 ἠθμοί
-
14 ηθμούς
-
15 ἠθμούς
-
16 ηθμώ
-
17 ἠθμῷ
-
18 ηθμών
-
19 ἠθμῶν
-
20 βληχηθμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βληχηθμός
См. также в других словарях:
ἠθμός — strainer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡθμός — strainer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
-ηθμος — βλ. θμος … Dictionary of Greek
ηθμός — ο 1. σουρωτήρι, τρυπητό. 2. κάθε μέσο που χρησιμοποιείται στη διήθηση κάποιου υγρού: Το απορροφητικό χαρτί και το βαμβάκι χρησιμοποιούνται ως ηθμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθμός ή φίλτρο — Πορώδες σώμα (χαρτί, ύφασμα, στρώμα άμμου ή ξυλάνθρακα, πορώδης κεραμική ύλη κ.ά.) με τη βοήθεια του οποίου γίνεται η διήθηση (στράγγισμα, φιλτράρισμα). Για τις χημικές εργαστηριακές διηθήσεις χρησιμοποιείται κυρίως ο πτυχωτός η. από διηθητικό… … Dictionary of Greek
ἠθμοῖο — ἠθμός strainer masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοῖς — ἠθμός strainer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοί — ἠθμός strainer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμοῦ — ἠθμός strainer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθμούς — ἠθμός strainer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)