Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἠθμός

См. также в других словарях:

  • ἠθμός — strainer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡθμός — strainer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • -ηθμος — βλ. θμος …   Dictionary of Greek

  • ηθμός — ο 1. σουρωτήρι, τρυπητό. 2. κάθε μέσο που χρησιμοποιείται στη διήθηση κάποιου υγρού: Το απορροφητικό χαρτί και το βαμβάκι χρησιμοποιούνται ως ηθμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθμός ή φίλτρο — Πορώδες σώμα (χαρτί, ύφασμα, στρώμα άμμου ή ξυλάνθρακα, πορώδης κεραμική ύλη κ.ά.) με τη βοήθεια του οποίου γίνεται η διήθηση (στράγγισμα, φιλτράρισμα). Για τις χημικές εργαστηριακές διηθήσεις χρησιμοποιείται κυρίως ο πτυχωτός η. από διηθητικό… …   Dictionary of Greek

  • ἠθμοῖο — ἠθμός strainer masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθμοῖς — ἠθμός strainer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθμοί — ἠθμός strainer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθμοῦ — ἠθμός strainer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθμούς — ἠθμός strainer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»