Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠθέλησα

См. также в других словарях:

  • ἠθέλησα — ἐθέλω to be willing aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθέλησ' — ἠθέλησα , ἐθέλω to be willing aor ind act 1st sg ἠθέλησε , ἐθέλω to be willing aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • възхотѣти — ВЪЗХО|ТѢТИ (592), ЧОУ ( ЩОУ), ЧЕТЬ ( ЩЕТЬ) гл. 1. Захотеть, пожелать, возыметь желание совершить, осуществить что л.; ощутить потребность в чем л.: Иже всхочеть самовольствъмъ и льготою бес трѹда сп҃сти д҃шѫ свою Изб 1076, 275; и ѥгда въсхотѣ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εθελημός — ἐθελημός, όν (Α) εκούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. (ε)θελη ([ε]θελήσω, ηθέλησα)] …   Dictionary of Greek

  • μετανοώ — (ΑΜ μετανοῶ, έω) [νοώ] 1. αλλάζω γνώμη ή σκοπό («ηθέλησα τον πλάνον τον Έρωτα ν αφήσω, να κόψω τους δεσμούς του και να μετανοήσω», Χριστόπ.) 2. λυπάμαι για αμαρτίες που έκανα ή για καλές πράξεις που παρέλειψα να κάνω, μεταμελούμαι («μετανόησον… …   Dictionary of Greek

  • νεοσσιά — και νοσσιά, η (ΑΜ νεοσσιά και νοσσιά, Α αττ. τ. νεοττιά και ιων. τ. ν[ε]οσσιή, Μ και νοσσία) [νεοσσός] 1. φωλιά πουλιών με νεογέννητα 2. (κατ επέκτ.) το νεογνό τών πουλιών, ο νεοσσός αρχ. 1. (γενικά) φωλιά ζώων 2. (περιλπτ.) οικογένεια νεοσσών… …   Dictionary of Greek

  • ποσάκις — ΝΜΑ και ποιητ. τ. ποσσάκι Α (ερωτημ.) πόσες φορές (α. «ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῑν τὰ τέκνα μου», ΚΔ β. «ποσάκις ἐν ἐλπίδι ἑκάτεροι γεγόνατε», Πλάτ.) αρχ. 1. (αόρ.) τόσες φορές 2. φρ. α) «οἱ ποσάκις ποσοὶ ἀριθμοί» οι τετράγωνοι αριθμοί β) «οἱ… …   Dictionary of Greek

  • Αρβάλης, Παναγιώτης — (Τρίπολη 1779 – Βυτίνα 1821).Φιλικός. Έμπορος στο επάγγελμα, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην προετοιμασία του Αγώνα. Το 1819, σε ηλικία 40 ετών, κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Νικηφόρο Παμπούκη και διορίστηκε ταμίας της Εφορείας που… …   Dictionary of Greek

  • ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»