Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Ἕλλην

См. также в других словарях:

  • Ἕλλην' — Ἕλληνα , Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem acc sg Ἕλληνι , Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem dat sg Ἕλληνε , Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕλλην — Ἕλλη fem acc sg (attic epic ionic) Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έλλην — Μηνιαία πολιτική επιθεώρηση, η οποία ιδρύθηκε το 1942 από τον Άγγελο Κασιγόνη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αργότερα μετατράπηκε σε εβδομαδιαία, με αρχισυντάκτη τον ποιητή Θεοδόση Πιερίδη. Η έκδοση συνεχίστηκε έως το 1946 …   Dictionary of Greek

  • ἑλλήν — ἑλλά fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιγυπτιώτης Έλλην — Εβδομαδιαία εφημερίδα με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1932 40). Στις σελίδες της καταχωρούσε και κείμενα στην αραβική. Ιδρυτής της υπήρξε ο Άγγελος Κασιγόνης …   Dictionary of Greek

  • Ανώνυμος ο Έλλην — Ψευδώνυμο του συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας. Πολλές εικασίες έχουν γίνει για το αληθινό όνομα του συγγραφέα. Ο Ν. Τωμαδάκης, για παράδειγμα, θεωρεί συγγραφέα του τον Σπάχο, ο Γ. Βαλέτας τον Πασχάλη Δονά και άλλοι τον Ιωάννη Κωλέττη …   Dictionary of Greek

  • Μάξιμος ο Γραικός ή ο Έλλην — (Άρτα 1470; – μονή Αγίου Σεργίου, κοντά στη Μόσχα 1556). Θεολόγος και συγγραφέας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Τριβώλης, Η πολύπλευρη δράση του στη Ρωσία τον κατέστησε γνωστό στην ιστορία ως «φωτιστή των Ρώσων». Καταγόταν από εύπορη… …   Dictionary of Greek

  • ЭЛЛИН —    • Έλλην,          см. Deucalion, Девкалион …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἑλλήνεσσι — Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑλλήνεσσιν — Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑλλήνοιν — Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»