-
1 πρωτό-τυπον
πρωτό-τυπον, τό, die erste Bildung, das Urbild, Original. Bei den Gramm. Stammwort, Urwort, von dem andere gebildet u. abgeleitet sind, z. B. im Ggstz des κτητικόν, wie Ἕλλην das πρωτότυπον des κτητικὸν Ἑλληνικός ist, Tzetz. zu Lycophr. 1084, u. sonst.
-
2 πρωτο-τυπία
πρωτο-τυπία, ἡ, die Eigenschaft eines πρωτό-τυπον, eines Stammwortes, Eust. 38, 17.
-
3 πρωτοτυπία
πρωτο-τυπία, ἡ, die Eigenschaft eines πρωτό-τυπον, eines Stammwortes -
4 πρωτότυπον
πρωτό-τυπον, τό, die erste Bildung, das Urbild, Original. Bei den Gramm. Stammwort, Urwort, von dem andere gebildet u. abgeleitet sind
См. также в других словарях:
Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… … Dictionary of Greek
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek