Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἔριφοι

См. также в других словарях:

  • Έριφοι — (Αστρον.). Οι αστέρες η και ζ, 4ου μεγέθους, του αστερισμού του Ηνίοχου. Βρίσκονται περίπου 5° ΝΔ της Αίγας. Στην αρχαιότητα τους θεωρούσαν προάγγελους τρικυμιών στη Μεσόγειο και η ανατολή τους μετά τη δύση του Ηλίου τον Οκτώβριο σήμαινε… …   Dictionary of Greek

  • Ἔριφοι — Ἔριφος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔριφοι — ἔριφος kid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СОЗВЕЗДИЯ —    • Sidera, signa,           άστρα, ζώδια, σήματα, знаки созвездий. Древние делили небо по известным знакам или фигурам, отмечая отдельные группы звезд фигурами, представляющими людей или зверей или даже орудия и сосуды. Это деление неба весьма… …   Реальный словарь классических древностей

  • Υάδες — I Ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκαν στον ομώνυμο αστερισμό, ύστερα από επεισόδιο που αναφέρεται σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές: ως κόρες του Ήλιου, πέθαναν από θλίψη για την πτώση του αδελφού τους Φαέθωνα. Ως κόρες του Άτλαντα …   Dictionary of Greek

  • άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • έριφος — ο και η (AM ἔριφος) 1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες 2. φρ. «ἐπ’… …   Dictionary of Greek

  • αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • περικαγχαλώ — άω, Α γελώ για κάτι ή, κυρίως για ζώα, πηδώ εδώ κι εκεί από χαρά («μητέρας ἐκ βοτάνης ἔριφοι περικαγχαλόωντες πολλῇ γηθοσύνη... δέχονται», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καγχαλῶ «γελώ ηχηρά, καγχάζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιμηκώμαι — άομαι, Α (αντί περιμυκῶμαι) μηκώμαι, βελάζω εδώ κι εκεί (ἔριφοι περιμηκήσονται», Ορφ. Λιθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μηκῶμαι «βελάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»