-
1 Έριφοι
-
2 Ἔριφοι
-
3 έριφοι
-
4 ἔριφοι
-
5 διακαλαμάσαρκες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακαλαμάσαρκες
-
6 πρωτόγονος
A first-born, firstling, ἄρνες, ἔριφοι, Il.4.102, Hes.Op. 543; φοῖνιξ π. first-born, first-created, E.Hec. 458 (lyr.); τὰ π. LXXMi.7.1; of the tissues,= ὁμοιομερῆ, Pl. ap.Gal.4.773; of a child,π. θάλος E.IT 209
(lyr.);π. τῶν τέκνων IGRom.4.539
([place name] Cotiaeum); π. λόγος, υἱός, Ph.1.427, 308;ὄρχησις Luc. Salt.7
; of the τριάς (= 1+2), Adam.Vent.46.3 epith. of gods, Dam.Pr. 123 bis; so Πρωτογόνη, ἡ, name of Persephone, Paus. l.c.II parox. πρωτογόνος, ἡ, bringing forth first, implied by Poll.4.208.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτόγονος
-
7 ἐριφιήματα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐριφιήματα
-
8 ἑσπέριος
I of Time, towards evening, Hom., esp. in Od., usu. with Verbs,ἑ. δ' εἰς ἄστυ..κάτειμι Od.15.505
; ;ἀπονέεσθαι ἑ. 9.452
;ἑ. φλέγεν Pi.N.6.38
; ἑσπερίῃσι (sc. ὥραις) at eventide, Opp.C.1.138, cf. Man.2.422 ; ἄχρι ἑσπερίου (sc. χρόνου) Arist.HA 619b21 (v. ἀκρέσπερος); ἑ. ἀοιδαί songs sung at even, Pi.P.3.19 : in late Prose,ἑσπέριος [γένεσις] Vett.Val. 72.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑσπέριος
-
9 ἔριφος
II Ἔριφοι, οἱ, the constellation Haedi, Democr.14, Theoc. 7.53 (cf. Sch. ad loc.), Arat.158, Eratosth.Cat.13, Chio Ep.4.1, Ptol. Alm.7.5, etc. -
10 ἔριφος
Grammatical information: m. and f.Meaning: `young he-goat' (Il., Crete); in plur. name of a constellation of stars (Demokr., Theoc.; s. Scherer Gestirnnamen 124f.).Derivatives: Hypocoristic diminutive ἐρίφιον (Athenio Com.) with ἐριφιήματα ἔριφοι. Λάκωνες H. (on the formation Chantraine Formation 178, Schwyzer 523); adj. ἐρίφειος `belonging to ἔριφος' (Com., X.); Έρίφιος surname of Dionysos in Metapontum (Apollod.; cf. on Εἰραφιώτης); ἐριφέας (for *ἐριφίας?) χίμαρος H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like ἔλαφος a. o. (s. v.). - Resembles a word for `goat, deer', OIr. heirp (\< * erbhī?; futher Pok. 326). Much farther is Arm. oroǰ `agnus, agna' (\< *er-oǰ, erinǰ `young cow' (unclear) and Italic, Lat. aries, -ĕtis, Umbr. erietu `arietem'. Also in ἐρῑνεός `wild fig' an old word for `buck' has been supposed (s. v.). - See W.-Hofmann s. aries. Cf. Specht Ursprung 156 und 221.Page in Frisk: 1,560Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔριφος
-
11 πρόβατον
πρόβατον, ου, τό (Hom.+; on the dat. pl. πρόβασι Hs 6, 1, 6 s. Herodian, Gramm. 1414, 10. πρόβασι βοσνήμασι Hesych p. 275 MSchmidt, as Schwyzer I 499)① sheep (on this mng. s. O. Wilck I 286; B-D-F §126, 1aα; L-S-J-M s.v. I. The more general senses ‘cattle’ or ‘small cattle’ scarcely merit serious attention for our lit., though they are barely poss. in certain passages.) Mt 12:11f; 18:12; Lk 15:4, 6 (on this parable: GNordberg, SEÅ 1, ’37, 55–63); Rv 18:13; B 16:5 (En 89:54ff); GJs 18:3 (codd.). As a sacrificial animal 1 Cl 4:1 (Gen 4:4); J 2:14f. πρόβατα σφαγῆς sheep to be slaughtered Ro 8:36 (Ps 43:23). Defenseless in the midst of wolves Mt 10:16. In danger without a shepherd Mt 9:36; Mk 6:34 (both Num 27:17; cp. Ezk 34:5 and Jdth 11:19); Mt 26:31; Mk 14:27; B 5:12 (the three last Zech 13:7); 1 Cl 16:6f (Is 53:6f). ἐν ἐνδύμασι προβάτων (cp. ἔνδυμα 2; Proverbia Aesopi 123 P. κρύπτειν τὸν λύκον προβάτου δορᾷ) Mt 7:15. The first fruits of the sheep belong to the prophets D 13:3. Jesus ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη … ἄφωνος (after Is 53:7) Ac 8:32 (cp. Vi. Aesopi G 48 P. a dispute over the question: διὰ τί τὸ πρόβατον ἐπὶ θυσίαν ἀγόμενον οὐ κέκραγεν;); B 5:2 (Is 53:7); 1 Cl 16:7.② people of God, sheep. The lit. usage passes over to the nonliteral, or the sheep appear for the most part as symbols of certain people (En 89:42ff; Did., Gen 215:24): in the extended allegory of the Good Shepherd and the sheep J 10:1–16, 26f (in vs. 3 P66 reads προβάτια). Jesus is ὁ ποιμὴν τῶν προβάτων ὁ μέγας Hb 13:20. Cp. 1 Pt 2:25. The bishop is the shepherd, the church members the sheep IPhld 2:1. Cp. J 21:16, 17 (Porphyr., Adv. Chr. Fgm. 26: the ἀρνία are the catechumens, but the προβάτα are οἱ πιστοὶ εἰς τὸ τῆς τελετώσεως προβάντες μυστήριον). The Christians are called πρόβατα τῆς νομῆς σου (=God’s) 1 Cl 59:4 (cp. Ps 78:13; 94:7; 99:3). In the last times under the influence of lying prophets τὰ πρόβατα will be turned εἰς λύκους D 16:3. At the last judgment people will be divided as the shepherd separates τὰ πρόβατα from οἱ ἔριφοι Mt 25:32f (s. ἔριφος; PAmh 73, 6 [129/30 A.D.] differentiates πρόβ. and αἶγες), and the πρόβατα, representing those blessed by the Father, will stand at the right hand of the Human One (Son of Man) vs. 33 (HGraffmann, D. Gericht nach d. Werken im Mt: KBarth Festschr. ’36, 124–36). Jesus knows that he is (divinely) sent 15:24, and sends his disciples 10:6 πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ.—In Hermas sheep appear (w. shepherds) as symbolic of all kinds of persons Hs 6, 1, 5f; 6, 2, 3f; 6f; 6, 3, 2; 9, 1, 9; 9, 27, 1.—B. 144. DELG s.v. πρόβατα. M-M. EDNT. TW. -
12 ἑξαμηνιαῖος
ἑξαμηνιαῖος, α, ον (s. μήν ‘month’; PCairZen 340, 5 and 27f [III B.C.] ἔριφοι ἑξαμηνιεῖοι) of six months GJs 6:1 v.l. (for ἑξάμηνος). -
13 ἔριφος
ἔριφος, ου, ὁ (s. prec. entry; Hom.+) kid, he-goat. Pl. w. πρόβατα prob. simply goats (cp. ἄρνας κ. ἐρίφους POxy 244, 10 [23 A.D.]; Molpis: 590 Fgm. 2c [in Athen. 4, 141e] ἄρνες, ἔριφοι; Longus 3, 33, 2; EpArist 146) Mt 25:32; GJs 18:3 (not pap).— Kid Lk 15:29 (as a roast: Alcaeus 44 Diehl2; Maximus Tyr. 30, 5a).—B. 166. DELG.
См. также в других словарях:
Έριφοι — (Αστρον.). Οι αστέρες η και ζ, 4ου μεγέθους, του αστερισμού του Ηνίοχου. Βρίσκονται περίπου 5° ΝΔ της Αίγας. Στην αρχαιότητα τους θεωρούσαν προάγγελους τρικυμιών στη Μεσόγειο και η ανατολή τους μετά τη δύση του Ηλίου τον Οκτώβριο σήμαινε… … Dictionary of Greek
Ἔριφοι — Ἔριφος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔριφοι — ἔριφος kid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СОЗВЕЗДИЯ — • Sidera, signa, άστρα, ζώδια, σήματα, знаки созвездий. Древние делили небо по известным знакам или фигурам, отмечая отдельные группы звезд фигурами, представляющими людей или зверей или даже орудия и сосуды. Это деление неба весьма… … Реальный словарь классических древностей
Υάδες — I Ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκαν στον ομώνυμο αστερισμό, ύστερα από επεισόδιο που αναφέρεται σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές: ως κόρες του Ήλιου, πέθαναν από θλίψη για την πτώση του αδελφού τους Φαέθωνα. Ως κόρες του Άτλαντα … Dictionary of Greek
άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… … Dictionary of Greek
έριφος — ο και η (AM ἔριφος) 1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες 2. φρ. «ἐπ’… … Dictionary of Greek
αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… … Dictionary of Greek
περικαγχαλώ — άω, Α γελώ για κάτι ή, κυρίως για ζώα, πηδώ εδώ κι εκεί από χαρά («μητέρας ἐκ βοτάνης ἔριφοι περικαγχαλόωντες πολλῇ γηθοσύνη... δέχονται», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καγχαλῶ «γελώ ηχηρά, καγχάζω»] … Dictionary of Greek
περιμηκώμαι — άομαι, Α (αντί περιμυκῶμαι) μηκώμαι, βελάζω εδώ κι εκεί (ἔριφοι περιμηκήσονται», Ορφ. Λιθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μηκῶμαι «βελάζω»] … Dictionary of Greek