-
1 Έναλος
-
2 Ἔναλος
-
3 έναλος
-
4 ἔναλος
-
5 ἔναλος
1 of the sea πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις (expectes ἐνναλίου) ?fr. 357. -
6 ἔναλος
ἔνᾰλος, ον, -
7 έναλον
-
8 ἔναλον
-
9 Έναλοι
-
10 Ἔναλοι
-
11 Έναλον
-
12 Ἔναλον
-
13 Ενάλοις
-
14 Ἐνάλοις
-
15 Ενάλου
-
16 Ἐνάλου
-
17 Ενάλους
-
18 Ἐνάλους
-
19 Ενάλων
-
20 Ἐνάλων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἔναλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναλος — Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας της Λέσβου. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, οι Πενθιλίδες, πρώτοι άποικοι της Λέσβου, είχαν λάβει χρησμό ότι, για να επιτύχει ο αποικισμός τους έπρεπε, όταν θα συναντούσαν έναν ύφαλο που λεγόταν Μεσόγειος, να… … Dictionary of Greek
ἔναλον — ἔναλος masc/fem acc sg ἔναλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνάλοις — Ἔναλος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάλοις — ἔναλος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνάλου — Ἔναλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάλου — ἔναλος masc/fem/neut gen sg ἐνά̱λου , ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνάλους — Ἔναλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάλους — ἔναλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνάλων — Ἔναλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)