-
21 έναλα
-
22 ἔναλα
-
23 έναλοι
-
24 ἔναλοι
-
25 ενάλοις
-
26 ἐνάλοις
-
27 ενάλου
ἔναλοςmasc /fem /neut gen sgἐνά̱λου, ἐνάλλομαιleap in: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic)ἐνάλλομαιleap in: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) -
28 ἐνάλου
ἔναλοςmasc /fem /neut gen sgἐνά̱λου, ἐνάλλομαιleap in: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic)ἐνάλλομαιleap in: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) -
29 ενάλους
-
30 ἐνάλους
-
31 ενάλων
-
32 ἐνάλων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἔναλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναλος — Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας της Λέσβου. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, οι Πενθιλίδες, πρώτοι άποικοι της Λέσβου, είχαν λάβει χρησμό ότι, για να επιτύχει ο αποικισμός τους έπρεπε, όταν θα συναντούσαν έναν ύφαλο που λεγόταν Μεσόγειος, να… … Dictionary of Greek
ἔναλον — ἔναλος masc/fem acc sg ἔναλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνάλοις — Ἔναλος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάλοις — ἔναλος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνάλου — Ἔναλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάλου — ἔναλος masc/fem/neut gen sg ἐνά̱λου , ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνάλους — Ἔναλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάλους — ἔναλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐνάλων — Ἔναλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)