Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐνάλιος

См. также в других словарях:

  • ἐνάλιος — in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενάλιος — α, ο (AM ἐνάλιος, α, ον και ἐνάλιος, ον Α επικ. και λυρικ. τ. εἰνάλιος, α, ον και ος, ον) αυτός που βρίσκεται ή ζει στη θάλασσα, θαλάσσιος, θαλασσινός (α. «ἐναλίων πόρων», Αισχ. β. «ἐνάλιος λεώς» οι ναυτικοί, Σοφ. γ. «Νηρέος εἰναλίοι τε κόραι» οι …   Dictionary of Greek

  • εἰναλίων — ἐνάλιος in fem gen pl (epic) ἐνάλιος in masc/neut gen pl (epic) εἰνάλιος fem gen pl εἰνάλιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνάλιον — ἐνάλιος in masc acc sg (epic) ἐνάλιος in neut nom/voc/acc sg (epic) εἰνάλιος masc acc sg εἰνάλιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναλίων — ἐνάλιος in fem gen pl ἐνάλιος in masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννάλιον — ἐνάλιος in masc acc sg ἐνάλιος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάλιον — ἐνάλιος in masc acc sg ἐνάλιος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰναλίαις — ἐνάλιος in fem dat pl (epic) εἰνάλιος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰναλίαισι — ἐνάλιος in fem dat pl (epic ionic aeolic) εἰνάλιος fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰναλίη — ἐνάλιος in fem nom/voc sg (epic ionic) εἰνάλιος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰναλίην — ἐνάλιος in fem acc sg (epic ionic) εἰνάλιος fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»