-
81 προθεσις
- εως ἥ1) выставлениеπ. τε καὴ ἐκφορὰ καὴ θήκη Plat. — выставление (тела), вынос и погребение;
ἥ π. τῶν ἄρτων NT. — хлебы предложения2) публичное уведомление, извещение Arst.3) постановка вопроса, положениеτὸ μὲν π. ἐστι, τὸ δὲ πίστις Arst. — (речь состоит из двух частей):
— одна - положение, другая - доказательство4) намерениеκατὰ (τέν) πρόθεσιν Polyb. etc. — преднамеренно, с умыслом
5) склонность, благожелательность(πρόθεσιν ἔχειν πρός τινα Polyb.)
τῇ προθέσει τῆς καρδίας NT. — чистосердечно, искренне6) грам. приставка -
82 συνηθως
1) обыкновенно, по привычке, привычным образом, как обычно(παρακολουθεῖν Aeschin.)
2) в близком общении, в тесной связиσ. ἔχειν πρός τινα Plut. — быть в близких отношениях с кем-л.
-
83 ταραχωδως
1) в смятении(ζῆν Isocr.)
2) спутанно, сбивчивоτ. ὑπολαμβάνειν περί τινος Isocr. — путанно судить о чем-л.
3) мятежно(ἔχειν πρός τινα Dem.)
-
84 τιθασως
-
85 υποπτως
1) подозрительно, недоверчивоὑ. ἔχειν πρός τινα (τι) Isocr., Dem., Plut. — подозрительно относиться к кому(чему)-л.;
ὑ. ἀποδέχεσθαι τοὺς μηνυτάς Thuc. — быть склонным не верить доносчикам2) внушая подозрение, подозрительноὑ. διακεῖσθαί τινι Thuc. — возбуждать подозрение в ком-л.
-
86 υπουλως
1) внешне, притворноὑ. ἀκροᾶσθαί τινος Plut. — оказывать кому-л. чисто внешнее повиновение
2) со скрытой враждебностью(ὑ. ἔχειν πρός τινα Plut.)
ὑ. διακεῖσθαι Polyb. — питать тайную вражду -
87 υποφθονως
-
88 φθονερως
из зависти, завистливо, недоброжелательно Xen.φ. ἔχειν πρός τινα Plat. — завидовать кому-л.
-
89 φιλεχθρως
-
90 αἰτητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτητικός
-
91 δύσζηλος
δῠσ-ζηλος, ον,A exceeding jealous, Od.7.307;ἐπί τινι A.R.4.1089
;γυνή Plu.Alex.9
;τὸ δ. Id.2.471a
. Adv. - λως, ἔχειν πρός τινα Id.Alex.77
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσζηλος
-
92 κηδεμονικός
A provident, careful,φίλος Plb.Fr.80
;νουθέτησις Phld.Lib.p.13
O.;παρρησία Plu.2.55b
;ἀνήρ Epict.Gnom.63
; τὸ κ., = foreg., Plb.31.27.12, Cic.Att.2.17.3, Muson.Fr.14p.73H.: [comp] Comp., J.BJ1.28.2: [comp] Sup., Ph. 2.288. Adv. - (Canopus, iii B.C.), Muson.Fr.15AP.79 H., Luc.Symp.46, etc.;κ. ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4
; κ. ὑποδεῖξαι, ἀποκρῖναι, J.AJ11.6.6, Sor.1.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηδεμονικός
-
93 μισητός
II [full] μίσητος, η, ον, lustful, lewd, Cratin.316:—hence [full] μῑσήτη, ἡ, prostitute, Archil.184 (but the distn. of accent is not allowed by Hdn.Gr.1.342).2 generally, insatiate, Hsch., Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισητός
-
94 παγχάλεπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγχάλεπος
-
95 πλεονεκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεονεκτικός
-
96 στυγνός
A hated, abhorred, of persons and things, Archil.80; (anap.);ὦ στυγνὲ δαῖμον Id.Pers. 472
;ὦ στυγνὸς αἰών S.Ph. 1348
; , etc.: c. dat., hateful or hostile to one, A.Pers. 286 (lyr.), S.El. 918. Adv. [comp] Comp.-οτέρως, ἔχειν πρός τινα BGU1301.8
(ii/i B.C.).II gloomy, sullen, , E. Alc. 777;ὀφρύων νέφος Id.Hipp. 172
(anap.), cf. 290;στυγνοὶ κλαίουσιν Ἔρωτες Mosch.3.67
; ὁρᾶν στυγνός, opp. φαιδρός, X.An.2.6.9, cf. 11, Hp.Mul.2.182, LXX Is.57.17, Arr.Epict.3.5.9 ([comp] Comp.), Aret.SD1.5; ; οἱονεὶ πυρὸς εἰσπεσόντος εἰς ὕδωρ στυγνὸν σέλας ἐκπέμπουσα [ λιγνύς] Adam.Vent.34; σ. διαγωγαὶ καὶ ἀναγνώσεις καὶ διηγήματα, opp. ἐρεθιστικὰ τῶν ἀφροδισίων, Sor.2.46; στυγνὸς μὲν εἴκων δῆλος εἶ sullenly, with an ill grace, S.OT 673: neut. as Adv.,στυγνὸν οἰμώξας Id.Ant. 1226
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυγνός
-
97 φίλεχθρος
φῐλεχθ-ρος, ον,II prone to enmity, Ptol.Tetr. 119. Adv., - ρως ἔχειν πρός τινα to be hostile towards any one, D.L.3.36;φ. διακείμενοι Ptol.Tetr. 191
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλεχθρος
-
98 ἐθέλεχθρος
ἐθέλ-εχθρος, ον,A bearing one a grudge, Cratin.407, Ph.2.269. Adv. - ρως, ἔχειν πρός τινα D.39.36
, cf.Ph.2.120, Paus.4.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐθέλεχθρος
-
99 ἰσολογία
A- λογίαν ἔχειν πρός τινα Id.24.10.9
.II in pl., counterbalancing arguments, S.E.M.1.144.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσολογία
-
100 ὑπόφθονος
ὑπόφθον-ος, ον,A somewhat jealous, only in Adv., ὑποφθόνως ἔχειν πρός τινα behave somewhat jealously towards one, Id.HG7.1.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόφθονος
См. также в других словарях:
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek
ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам … Православная энциклопедия
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия
όμοιος — α, ο (ΑΜ ὅμοιος, οία, ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, α, ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, α, ον) 1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα… … Dictionary of Greek
αποκρισάριος — Οι α. ήταν αρχικά αγγελιοφόροι (από τη λέξη των Βυζαντινών απόκριση, που σήμαινε αγγελία) στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής αυλής και εμφανίστηκαν την εποχή της δυναστείας του Θεοδοσίου. Ο Προκόπιος ονομάζει τους αυλικούς αυτούς υπαλλήλους… … Dictionary of Greek
ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… … Православная энциклопедия